“Η ιστορική Δημοκρατική Παράταξη χρειάζεται ένα καινούργιο σπίτι”

συνέντευξη στον τύπο Κωνσταντίνος Γάτσιος

Ο όρος «κεντροαριστερά» είναι πολυχρησιμοποιημένος και στην τρέχουσα, καθημερινή συζήτηση κυριαρχεί. Ωστόσο, και επειδή είναι μάλλον περιγραφικός μιας περιοχής της «γεωγραφίας του πολιτικού σκηνικού», επιχειρήθηκε να αποκτήσει την αναγκαία του πολιτική ταυτότητα και το εγχείρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη να προσδιορισθεί, να ονομασθεί ακριβέστερα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται οι όροι: «Κέντρο», «Προοδευτικό κέντρο», «Σοσιαλδημοκρατία», «Μεταρρυθμιστικό κέντρο», «Δημοκρατική Παράταξη, κλπ. Για τις δικές σας αρχές και θέσεις, ποιος όρος τις αντιπροσωπεύει καλύτερα, ποια είναι η θεμελίωσή του και τι ακριβώς απηχεί ;

Αυτή είναι μια συζήτηση χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Αντιστοιχεί σε ένα νηπιακό στάδιο πολιτικής ανάπτυξης και σε μια παρωχημένη πολιτική τοπογραφία. Παρότι έχω εκφράσει την προτίμησή μου για τον όρο κέντρο–δηλώνω κεντρώος, εάν πρέπει να δηλώσω κάτι–, στην πραγματικότητα το όλο θέμα με αφήνει αδιάφορο. Χρησιμοποιούνται πολλά επίθετα για να πληρώσουν το κενό ουσίας και θέσεων. Οι «ταμπέλες» υποκρύπτουν πνευματική ραστώνη παρά ο,τιδήποτε άλλο. Τα δόγματα καταστρέφουν τη σκέψη, οι ιδεολογισμοί παρεμποδίζουν τη δημιουργικότητα. Προσπαθώ πάντοτε να μεταφέρω τη συζήτηση από τους όρους, που πολλές φορές δεν έχουν κανένα περιεχόμενο, στην ουσία, στα πραγματικά επιχειρήματα και στα γεγονότα.

Η χώρα πρέπει να μάθει να σκέφτεται με το δικό της μυαλό, όχι με το μυαλό άλλων. Να εφευρίσκει, όχι να αντιγράφει. Στο πεδίο αυτό θα κριθεί το νέο κόμμα: θα πρέπει να προτείνει λύσεις ελληνικές που θα έχουν προέλθει από την επεξεργασία της δικής μας εμπειρίας, μέσα από τη δική μας πνευματική και διανοητική προσπάθεια και τη δική μας ειλικρινή αναζήτηση λύσεων και διεξόδων. Αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Για παράδειγμα, η πλέον ιδεολογική αναφορά είναι η αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία. Είναι μια αφηρημένη αναφορά, η οποία δίνει τη δυνατότητα πολλές φορές να υπεκφεύγει κάποιος από πραγματικές προτάσεις που οφείλει να υποβάλει και από δύσκολες επιλογές που πρέπει να γίνουν. Ναι, η σοσιαλδημοκρατία είναι μία λαμπρή στιγμή τής παγκόσμιας ιστορίας και στις κοινωνίες της Βόρειας Ευρώπης, όπου εφαρμόστηκαν οι αρχές της, πραγματικά συνεισέφερε πρόοδο και ευημερία για τους λαούς που είχαν την τύχη να ζήσουν υπ’ αυτήν. Πλην όμως, η ιστορική σοσιαλδημοκρατία απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις, κυριότερη από τις οποίες είναι η ύπαρξη ικανού οικονομικού πλεονάσματος που μπορεί να αφαιρεθεί από τον ιδιωτικό τομέα, ειδικά από τη μεγάλη βιομηχανία, για να διοχετευθεί σε κοινωνικούς σκοπούς.

Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχουμε αυτήν την πολυτέλεια. Δεν μπορούμε να φορολογήσουμε άλλο πλέον ούτε την επιχειρηματικότητα, ούτε κανέναν. Ζούμε σε ένα καθεστώς υπερφορολόγησης και αυτό καταστρέφει θέσεις εργασίας και την εγχώρια παραγωγή. Η προτεραιότητά μας δεν μπορεί λοιπόν να είναι να βοηθήσουμε όλους στο να πετύχουν τη ζωή των ονείρων τους. Η προτεραιότητά μας σήμερα πρέπει να είναι να βοηθήσουμε τις ιδιαίτερα ευάλωτες κοινωνικά και οικονομικά ομάδες του πληθυσμού, που έχουν υποφέρει περισσότερο από την κρίση. Χρειαζόμαστε δηλαδή στοχευμένες πολιτικές σε αυτή την περίοδο που θα συνδυάζουν τα εξής δύο χαρακτηριστικά: πρώτον, θα υποβοηθούν την ανάπτυξη και, δεύτερον, με τα προϊόντα και τους καρπούς τής ανάπτυξης αυτής θα καταστεί δυνατόν να βοηθήσουμε τους ευάλωτους οικονομικά Έλληνες.

Αυτά μας επιβάλλει η ελληνική πραγματικότητα που ζούμε σήμερα, γι’ αυτό θα πρέπει να μιλήσουν οι υποψήφιοι και απέναντι σε αυτά τα θέματα θα πρέπει να τοποθετηθούν. Δεν μπορείς να επικαλείσαι του σοσιαλιστικούς σου τίτλους για να μην πεις τίποτα για τα πραγματικά ερωτήματα τα οποία είναι αμείλικτα και θα εξακολουθήσουν να είναι αμείλικτα. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μία προσγειωμένη και πραγματιστική οικονομική πολιτική. Λυπάμαι που το λέω, δεν την έχω ακούσει από κανέναν από τους συνυποψήφιούς μου. Άλλωστε τέτοια είναι και η πολιτική όσων σοσιαλδημοκρατών ασκούν κυβερνητική πολιτική. Οι του «στρίβειν δια της σοσιαλδημοκρατίας» δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη επαφή με τις σημερινές θέσεις και επιλογές της σοσιαλδημοκρατίας. Οι δικές μου προγραμματικές αρχές και θέσεις περιλαμβάνονται στη «Διακήρυξη», που ήδη έχω δώσει στη δημοσιότητα.

Ολοκληρώνοντας, η φιλολαϊκή πολιτική δεν ανήκει ούτε στην παραδοσιακή δεξιά ούτε στην παραδοσιακή αριστερά. Πραγματική φιλολαϊκή πολιτική είναι αυτή που δίνει σε ένα έθνος τη δυνατότητα να ζει με τις δικές του δυνάμεις, με αξιοπρέπεια και, κυρίως, με θετικές προοπτικές για το μέλλον. Μια τέτοια πολιτική χρειαζόμαστε. Δεξιά, αριστερά, κεντροδεξιά, κεντροαριστερά και τα λοιπά είναι πολύ ανίσχυροι και σχεδόν ακατάλληλοι όροι για να την περιγράψουν.

Η χώρα διανύει το 8ο έτος της κρίσης και των Μνημονίων. Η επικρατούσα άποψη, όπως αυτή αποτυπώνεται και στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς όλου του φάσματος, από τη Ν.Δ. μέχρι τα όρια του ΚΚΕ, περιλαμβανομένης και της κυβέρνησης και των φορέων που συμμετέχουν στο εγχείρημα της κεντροαριστεράς, είναι ότι η είσοδος και η εφαρμογή σε ό,τι ήταν και περιλαμβάνουν τα Μνημόνια ήταν αναπόφευκτη και, τώρα πλέον, η μόνη εφικτή διέξοδος. Η δε υπάρχουσα κριτική απέναντι σ’ αυτή τη γραμμή ενώ διαθέτει ευρύ κοινωνικό ακροατήριο εμφανίζεται αναποτελεσματική. Ποιά είναι η θέση σας; Μπορούσε να υπάρξει άλλος δρόμος, διαφορετικός από αυτόν των Μνημονίων; Μπορεί, τώρα, να δεχθούν οι υφιστάμενες δεσμεύσεις βελτιώσεις; Ποιές είναι αυτές και πώς, πράγματι, θα επιτευχθούν;

 

Η χώρα διανύει το 10 ο χρόνο της κρίσης και τον 8 ο χρόνο των μνημονίων. Η κρίση και η κατάρρευση στην Ελλάδα άρχισε τα τέλη του 2008, με την ταυτόχρονη έναρξη κατάρρευσης του ΑΕΠ και την έναρξη ραγδαίας ανόδου της ανεργίας ήδη από το 2ο τρίμηνο του 2008. Και από τότε ακούγαμε διάφορες αρλούμπες περί «θωρακισμένης οικονομίας» από την ΝΔ, περί ανάγκης «τόνωσης τής ζήτησης για να βγούμε από την κρίση» από το μεγαλύτερο μέρος του ΠΑΣΟΚ και τον τότε ΣΥΡΙΖΑ, και άλλα παρόμοια αστεία που δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Γιατί και το 2008 και το 2009 ασκήθηκε επεκτατική πολιτική αύξησης των δημοσίων ελλειμμάτων, δηλαδή πολιτική «τόνωσης της ζήτησης» και ταυτόχρονα το ΑΕΠ κατέρρεε και η ανεργία απογειωνόταν. Κι όμως. Ακόμη και σήμερα ακούγονται οι ίδιες ανοησίες. Ακόμη και σήμερα, οι ιεροφάντες τού πελατειακού κράτους δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην παραγωγή, όχι στην κατανάλωση.

Η είσοδος στα μνημόνια κατέστη αναπόφευκτη λόγω των επιλογών πολιτικής της περιόδου 2004-2009 και, κυρίως, του 2007-2009. Αιτία, ο
σκληρός πυρήνας των μελών τής Νέας Δημοκρατίας ο οποίος είναι συνδεδεμένος με σχέσεις ζωής και θανάτου με το πελατειακό κράτος. Αυτός ο σκληρός πυρήνας, άλλωστε, βρισκόταν στη βάση των δημοσιονομικών υπερβάσεων επιβάλλοντάς τες, ουσιαστικά, στη διάρκεια της περιόδου 2004-2009 στην άβουλη τότε –και μοιραία για την πατρίδα μας– ηγεσία του κόμματος.

Μετά ήρθε η επίσης κυρίαρχη πελατειακή συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ. Που μόνταρε την αναγκαία και αναπόφευκτη δημοσιονομική προσαρμογή στα μέτρα τού πελατειακού κράτους. Δηλαδή, αύξηση φορολογίας και όχι μείωση δαπανών, παρά το γεγονός ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός είχε προέλθει κατά 80%-85% από την πλευρά των δαπανών και μόνο το 15%-20% από τημεριά των εσόδων!

Ακολούθησε η κυβέρνηση Σαμαρά με τις εύκολες λύσεις που είχαν κοινό παρονομαστή το «άλλο μείγμα πολιτικής», που παρουσιάζονταν στα «Ζάππεια» και που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε τι έλεγαν. Και από πίσω, ο επίσης λαϊκίστικος ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατέχει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ όλων των τύπων δημαγωγών και αδίστακτων πατριδοκάπηλων, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά, που εμπνεύστηκαν και πλαστογράφησαν την πραγματικότητα δημιουργώντας βαθιά σύγχυση και αποπροσανατολισμό στον ελληνικό λαό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τον πρώτο λόγο για το μεγαλύτερο κακό από το 2010 και μετά. Όσο κακό έκανε η Νέα Δημοκρατία την περίοδο 2004-2009 που χρεοκόπησε τη χώρα, άλλο τόσο κακό έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια εμποδίζοντάς την να ξεφύγει από την κρίση.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να τελειώσει με ένα μνημόνιο. Αλλά οι πολύχρωμοι υπερασπιστές τού πελατειακού κράτους τα έφτασαν στα τρία. Ένα ο καθένας!

Κοινός τόπος για όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού, συνταγματικού τόξου είναι η ανάπτυξη. Όμως η γενικότητα στους στόχους και στα μέσα δεν βοηθούν. Μπορείτε να αναφέρετε με συγκεκριμένο τρόπο, άμεσες και ρεαλιστικές προτεραιότητες, άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα, συγκεκριμένους τομείς και δυνάμεις που θα καταστήσουν την ανάπτυξη πραγματικότητα, στο πλαίσιο της
επόμενης τετραετίας ;

Οι Έλληνες πολίτες δεν πρέπει να εξαπατώνται. Η αλήθεια είναι ότι τις δύο επόμενες δεκαετίες θα ζούμε μέσα σε συνθήκες οιονεί μνημονίου, είτε υπάρχει συμβατικά μνημόνιο είτε όχι. Αυτό σημαίνει πως το κράτος δεν θα είναι σε θέση να μοιράσει εισοδήματα και προσόδους, όπως έκανε στο παρελθόν. Όποιος υπόσχεται τέτοια πράγματα μιλώντας για «άλλο μείγμα πολιτικής», για «κάνουλες που θα ανοίξουν» και διάφορα τέτοια, ψεύδεται ασύστολα. Με τον ίδιο τρόπο που ψευδόταν όταν έλεγε ότι θα καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ. Τα μόνα εισοδήματα που θα μπορεί να διαθέτει το κράτος τις επόμενες δεκαετίες είναι εκείνα που θα έχουν προκύψει από την παραγωγική
ανάπτυξη που θα έχουμε επιτύχει. Αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να μοιραστούν στον παρασιτισμό. Οι συνθήκες θα είναι εξαιρετικά δύσκολες για δύο δεκαετίες τουλάχιστον ακόμη. Όποιος δεν το εξηγεί αυτό δημαγωγεί. Είναι ευθύνη των κυβερνήσεων που θα προκύψουν μέσα στις δύσκολες αυτές συνθήκες να επιλέξουν την κατάλληλη πολιτική για την ανάπτυξη της χώρας, πολιτική που δεν θα είναι πάντοτε εύκολη, ούτε πάντοτε ευχάριστη.

Υπάρχουν πράγματα που θα συμβούν στις δύο επόμενες δεκαετίες, τα οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφύγει. Αντί λοιπόν να τα υποστεί παθητικά, θα πρέπει να τα διαχειριστεί ενεργητικά και επιθετικά. Θα πρέπει να προσαρμόσει τις καταναλωτικές και εισοδηματικές της ανάγκες στην παραγωγική της δυνατότητα. Θα πρέπει να ρίξει το βάρος στην παραγωγή, σύμφωνα και με το σύνθημα «παραγωγή ή θάνατος». Η οικονομική ανάταξη και η πολιτισμική ανόρθωσή της είναι απαραίτητοι όροι για την υπεράσπιση τόσο της εθνικής της ανεξαρτησίας όσο και της εθνικής της ταυτότητας και φυσιογνωμίας.

Σήμερα στην Ελλάδα είναι πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να ξεπεράσουμε την κρίση Δυστυχώς, όμως, δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε και να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Παραμένουμε στο ποιός θα κάνει τις πιο ανέξοδες και ανεδαφικές εξαγγελίες, για να τον χρίσουμε «αριστερό». Στις προγραμματικές μου θέσεις, στη «Διακήρυξη» που έχω δημοσιοποιήσει, αναφέρομαι με σαφήνεια στη μείωση φορολογίας στην παραγωγή και την εργασία και μείωση των κρατικών δαπανών προς το 40% του ΑΕΠ, όσες είναι στην Ισπανία, 2,5% -3% παραπάνω από όσες είναιστην Κύπρο –πείτε ότι εδώ υπάρχει και η ανάγκη των δαπανών για την εθνική άμυνα. Μιλώ, επίσης, για περιορισμό της δαπάνης για μισθοδοσία δημοσίων υπαλλήλων στο 8% του ΑΕΠ –θέλουμε επιτελικό κράτος, όχι αργόμισθους.

Στις επόμενες εκλογές ο Φορέας που θα προκύψει από το εγχείρημά σας θα κατέχει, όπως όλα δείχνουν, καλύτερη θέση από τις ξεχωριστές εκείνες των σχημάτων που συμμετέχουν στην κοινή αυτή προσπάθεια. Το πρόβλημα, όμως, της διακυβέρνησης θα είναι, τότε, μετά τις εκλογές, καίριο και ζωτικό, ιδιαίτερα στο πολύ πιθανό ενδεχόμενο της μη αυτοδυναμίας της Ν.Δ. Χωρίς τις υπεκφυγές ότι αυτά είναι υποθετικά σενάρια, ή τις γενικόλογες απόψεις ότι δεν μπορούμε να προδικάσουμε τις εξελίξεις, ποιά είναι η θέση σας για τις συνεργασίες συγκυβέρνησης την πιθανότερη με τη Ν.Δ., λόγω της πρώτης θέσης, και της λιγότερο πιθανής με τον ΣΥΡΙΖΑ ;

Το να βρίσκεται η χώρα και οι πολίτες μπροστά στο δίλλημα ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ είναι τραγική κατάντια. Θεωρώ θλιβερό ακόμη και να υπονοεί κανείς ότι θα υπάρξει δυνατότητα συνεργασίας και, ακόμη περισσότερο, συγκυβέρνησης του νέου φορέα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα το οποίο έφερε την Ελλάδα 10 χρόνια πίσω, όχι μόνο επιφέροντας μια οικονομική καταστροφή, όχι μόνο καλλιεργώντας και βαθαίνοντας την τυφλή αντιπαράθεση και το μίσος μεταξύ των Ελλήνων, που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, αλλά –το κυριότερο– πλαστογραφώντας και παραχαράσσοντας την πραγματικότητα. Πρέπει να γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να εξηγήσουμε στους Έλληνες
τι πραγματικά έχει συμβεί και ποια είναι η αιτία της σημερινής κρίσης, κατόπιν όλων των ψεμάτων που είπε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη πλευρά, είναι η Νέα Δημοκρατία για την οποία δεν τρέφω καμία συμπάθεια και δεν έχω καμία εμπιστοσύνη και για την οποία πιστεύω ότι οφείλει να απολογηθεί στον ελληνικό λαό για την επέλευση της κρίσης. Γιατί η αλήθεια είναι πως η ΝΔ, η ελληνική δεξιά, φέρει τόσο διαχρονικά όσο ειδικότερα την περίοδο 2004-2009, την κύρια ευθύνη για τη χρεοκοπία και την κατάρρευση της χώρας. Με αυτή, λοιπόν, τη Νέα Δημοκρατία πιστεύω ότι θα είναι αναπόφευκτο να συζητήσει ο νέος φορέας για συνεργασία μαζί της, εάν κριθεί εθνικά αναγκαίο. Αλλά αυτό θα πρέπει, όπως έχω ξαναπεί, να γίνει στη βάση μιας πολύ αυστηρά καθορισμένης συμφωνίας από την οποία δεν θα επιτρέπεται να παρεκκλίνουμε ούτε στο ελάχιστο.

Και κάτι άλλο. Για να γίνει μέρος της προσπάθειας σωτηρίας της χώρας, η ΝΔ οφείλει και πρέπει να ξεπεράσει τα αμαρτήματα που τη βαραίνουν –και αυτά είναι συγκεκριμένα. Έχει μια κομματική βάση και έναν κομματικό πυρήνα που
είναι στενά συνδεδεμένοι με το πελατειακό κράτος του παρελθόντος. Θα πρέπει να κάνει μια μεγάλη υπέρβαση, η οποία περιλαμβάνει, ως απαραίτητο όρο, την αποδοχή της τεράστιας ευθύνης της, ειδικά στην περίοδο 2004-2009, για την κατάρρευση της χώρας. Δεν την έχω δει ακόμη.

Στις εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της κεντροαριστεράς, εννέα από τους δέκα υποψηφίους δεν θα έχουν κερδίσει, ο/η πρόεδρος- νικητής θα είναι ένας. Υπάρχει δεσμευτικό, κοινά συμφωνημένο, ακόμα και υπογεγραμμένο, πλαίσιο μεταξύ των συμπραττουσών δυνάμεων και στελεχών για την εξέλιξη του εγχειρήματος; Θα το στηρίξουν όλοι και πώς είναι αυτό βέβαιο; Τι θα περιλαμβάνει η εξέλιξή του πολιτικά, οργανωτικά και θεσμικά στο εσωτερικό του; Εσείς, πώς βλέπετε το ρόλο σας μετά την εκλογή του/της προέδρου και ποιά ζητήματα κρίνετε άμεσης υλοποίησης ;

Υπάρχει το πλαίσιο της επιτροπής Αλιβιζάτου. Οι υποψήφιοι δεν είχαν, δεν έχουν και, εξ όσων φαίνεται, ούτε πρόκειται να έχουν κάποια κοινή συνάντηση και κάποιο κοινό θεσμικό ρόλο. Η κα Γεννηματά τον αρνήθηκε στον κ. Αλιβιζάτο. Σχετικά, τώρα, με το κατά πόσο το εγχείρημα για έναν, ενιαίο φορέα θα το στηρίξουν όλοι, αυτό δεν είναι κάτι που μπορώ να γνωρίζω.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να είναι σαφές ότι μιλάμε για έναν νέο, ενιαίο φορέα. Τουλάχιστον εγώ μόνον αυτό αναγνωρίζω. Δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο κόμματα που αποτελούνται από άλλα κόμματα, δεν υπάρχει «κόμμα κομμάτων». Η δημιουργία ενός εντελώς νέου φορέα είναι απολύτως απαραίτητη για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αν ήταν μία συγκόλληση, ένα μετωπικό σχήμα άλλων κομμάτων, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, δεν θα
είχε καμία αξιοπιστία και κανείς δεν θα ασχολιόταν μαζί του. Δεύτερον, το οποίο είναι και το πιο σοβαρό, είναι το εξής: τα παλιά κόμματα έχουν κλείσει τον κύκλο τους.

Αισθάνομαι συμπάθεια και πολιτική συγγένεια με τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, ειδικά αυτόν που έχει απομείνει τώρα που οι κρατιστές έφυγαν για να ενσωματωθούν στο ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να συνεχίσουν να εφαρμόζουν και να προωθούν τις καταστροφικές για τη χώρα πολιτικές τους. Πλην όμως, και το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ δεν είναι σε θέση με τη λογική και την ιδεολογία που είναι ενσωματωμένη μέσα στις δομές του και στις λειτουργίες του, να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα της Ελλάδας. Καταρχήν έχει το ίδιο βασικό πρόβλημα που έχει και η Νέα Δημοκρατία: δεν έχει εξηγήσει στον κόσμο ποια ήταν τα σφάλματα που έκανε σε όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεών του, που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Έχετε ακούσει κάποιο από τα στελέχη του να μιλάει για αυτό; Αν όμως δεν το πεις αυτό, οι μεν πολίτες δεν θα σε πιστέψουν ποτέ, η δε πολιτική σου δε θα μπορεί να έχει κατεύθυνση –ακριβώς αυτό που συμβαίνει σήμερα με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο για τους λόγους αυτούς δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ξανά πλειοψηφικό στην κοινωνία. Και, πέρα από αυτό, έχετε ποτέ ακούσει από τα στελέχη που είναι συνδεδεμένα με το ΠΑΣΟΚ να σας μιλούν για τις πραγματικές τομές που πρέπει να γίνουν στην Ελληνική κοινωνία;

Για αυτό τον λόγο μπήκα στην πολιτική. Γιατί αυτά δεν τα άκουγα από κανέναν και γιατί πιστεύω ότι κάποιος πρέπει να τα πει και, το κυριότερο, κάποιος πρέπει να τα εφαρμόσει. Με το να μιλάμε διαρκώς και αποκλειστικώς, και μάλιστα με θεολογικούς όρους, για την παράταξη και γιατην ανάγκη επιβίωσής της δεν προσφέρουμε τίποτε στον ελληνικό λαό. Αντίθετα, εκείνο που έχει σημασία και που θα καθορίσει την πορεία τού όλου εγχειρήματος είναι να δώσουμε απαντήσεις στα υπαρκτά προβλήματα της χώρας. Εάν επικρατήσει η αντίληψη αναπαραγωγής του Πασοκικού παρελθόντος, ακόμη και με μια ελαφρά διαφοροποιημένη οργανωτική μορφή, το αποτέλεσμα δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση του εκφυλισμού και της παρακμής όλου του κεντρώου δημοκρατικού πολιτικού χώρου.

Το πραγματικά κρίσιμο ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν το εγχείρημα του νέου, ενιαίου φορέα το στηρίξουν όλοι οι υποψήφιοι ή όχι. Το κρίσιμο είναι να το στηρίξουν πολλές δεκάδες χιλιάδες πολίτες, που θα αποφασίσουν ότι το σπίτι στο οποίο ζει σήμερα η ιστορική δημοκρατική παράταξη δεν της ταιριάζει. Ότι είναι ένα απεχθές σπίτι, παλιό, γεμάτο μούχλα και υγρασία, στο οποίο ενίοτε κυκλοφορούν φαντάσματα ή ζόμπι. Ότι χρειάζεται να ανοίξουν πόρτες και παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας και φως, νέες ιδέες που συνάδουν με τις πραγματικότητες της εποχής μας και νέα πρόσωπα, φυσικοί φορείς των ιδεών αυτών. Εάν, με λίγα λόγια, δεκάδες χιλιάδες πολίτες θελήσουν να πάρουν την τύχη της παράταξης στα χέρια τους και, κυρίως, τις τύχες της χώρας στα χέρια τους. Και να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό τους. Αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στο νέο και στις ποικίλες εκδοχές του παλιού. Αυτήν την μάχη δίνω.

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.