Οι ευσεβείς πόθοι των κεντρικών τραπεζών δεν συνιστούν πολιτική αντιμετώπισης του πληθωρισμού (Συνέντευξή μας με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου στην Ελένη Στεργίου για τον ΟΤ, 21-11-2021)

Οι ευσεβείς πόθοι των κεντρικών τραπεζών δεν συνιστούν πολιτική αντιμετώπισης του πληθωρισμού (Συνέντευξή μας με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου στην Ελένη Στεργίου για τον ΟΤ, 21-11-2021)

Πριν μερικούς μήνες δημοσιεύσατε στον ΟΤ ένα άρθρο σε δύο συνέχειες (10 &11 Ιουνίου) με τίτλο «Η απειλητική σύνοδος τριών ειδών πληθωρισμού» (Η απειλητική «σύνοδος» τριών ειδών πληθωρισμού (Μέρος Α) – Οικονομικός Ταχυδρόμος – ot.gr και Η απειλητική «σύνοδος» τριών ειδών πληθωρισμού (Μέρος Β’) – Οικονομικός Ταχυδρόμος – ot.gr). Η κυρίαρχη αντίληψη τότε αλλά και τώρα στη FED, στην EKT αλλά και στην Ελλάδα (ΤτΕ, Υπ. Οικονομικών) είναι ότι το πληθωριστικό φαινόμενο είναι προσωρινού χαρακτήρα. Εκτιμάτε ότι σήμερα, 5 μήνες μετά το άρθρο σας, βρισκόμαστε πλησιέστερα στη δική σας εκτίμηση ή σε εκείνη των Κεντρικών Τραπεζών;

ΚΓ-ΔΙ: Κατ’ αρχάς, κυρία Στεργίου, ευχόμαστε να έχουμε σφάλλει και να μην επέλθει, τελικά, η εξαιρετικά επικίνδυνη για την παγκόσμια οικονομία «σύνοδος» των τριών ειδών πληθωρισμού, δηλαδή του πληθωρισμού στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, του πληθωρισμού στην αγορά χρηματοπιστωτικών τίτλων και του πληθωρισμού στην αγορά ακινήτων. Πλην, όμως, οι ευχές δεν αρκούν. Η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων κατά του τελευταίους μήνες είναι αδιάλειπτη και η διάχυσή τους σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό κλάδων στις ΗΠΑ, αλλά και παγκοσμίως, είναι διαρκώς αυξανόμενη.

Θα πρέπει, ωστόσο, να πούμε και το εξής: οι απόψεις που διατυπώνουν οι εκπρόσωποι, και κυρίως οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών, δεν είναι του ίδιου χαρακτήρα και δεν έχουν την ίδια φύση με τις απόψεις για την οικονομική συγκυρία που μπορεί να έχει ο οποιοσδήποτε πολίτης. Οι εκπρόσωποι των κεντρικών τραπεζών, αφ’ ενός μεν, περιορίζονται καταστατικά στο τι θα πουν, αφ’ ετέρου δε, κινδυνεύουν με μία απρόσεκτη τοποθέτησή τους να επιφέρουν εκείνο ακριβώς το οποίο απεύχονται: να ενεργοποιήσουν, δηλαδή, έναν μηχανισμό μετάδοσης καταστρεπτικού πανικού. Για σκεφτείτε, για παράδειγμα, εάν ο επικεφαλής της Fed, αντί να δηλώνει αυτά που καθησυχαστικά δηλώνει για την παροδικότητα του πληθωριστικού φαινομένου, δήλωνε, αντιθέτως, ότι δεν είναι παροδικό και ότι η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία βρίσκονται μπροστά σε ένα θανάσιμο κίνδυνο, τον οποίον οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν εργαλεία οικονομικής πολιτικής για να τον αντιμετωπίσουν! Τι θα συνέβαινε τότε; Φυσικά, με τον πανικό που θα δημιουργούσαν παρόμοιες δηλώσεις το αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς εκείνο που ο κεντρικός τραπεζίτης θα ήθελε να αποφύγει –και ακόμη χειρότερο. Συνεπώς, είναι απολύτως κατανοητό πως οι δηλώσεις των εκπροσώπων των κεντρικών τραπεζών θα πρέπει να εκτιμώνται στο ανάλογο πλαίσιο  και να «διυλίζονται» με το κατάλληλο φίλτρο.

Τι ακριβώς, κατά τη γνώμη σας, είναι αυτό που δεν έχουν την δυνατότητα να δηλώσουν οι εκπρόσωποι των κεντρικών τραπεζών, αλλά μπορεί να γνωρίζει η οικονομική ανάλυση;

ΚΓ-ΔΙ. Το κατά πόσο ένα πληθωριστικό επεισόδιο θα είναι παροδικό ή μακροχρόνιο εξαρτάται, κυρίως, από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, αλλά και από την γενικότερη οικονομική πολιτική. Ενώ, λοιπόν, σε προηγούμενες εποχές το ενδεχόμενο ενός πληθωριστικού επεισοδίου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τις κεντρικές τράπεζες με τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής που διαθέτουν και με τους απαραίτητους συγκερασμούς, βεβαίως, όσον αφορά τον βραχυχρόνια ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, σήμερα τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ευρωζώνη, τυχόν προσπάθεια να περιοριστούν οι πληθωριστικές ροπές στην αγορά υπηρεσιών και προϊόντων με το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα δημιουργήσει πολύ πιο σοβαρά προβλήματα από μία βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη κάμψη του ΑΕΠ, μέσα στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία του Covid-19. Σημειώστε, επίσης, ότι καμία περιοριστική δημοσιονομική ή νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκαλούν τις δυσλειτουργίες των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Πέρα, όμως, από αυτό, το μείζον πρόβλημα θα προέκυπτε από το γεγονός ότι οι δύο άλλες αγορές στις οποίες εκδηλώνεται ο πληθωρισμός, δηλαδή η αγορά των χρηματοπιστωτικών τίτλων και η αγορά των ακινήτων, θα αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρές δυσκολίες. Πιθανότατα θα κατέρρεαν, παρασέρνοντας και την υπόλοιπη οικονομία μαζί τους, ή οδηγώντας την σε κάποια οδυνηρή μακροχρόνια στασιμότητα. Και, ταυτοχρόνως, θα ήταν πολύ πιθανόν η άνοδος των επιτοκίων να καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση του τεράστιου ιδιωτικού και δημοσίου χρέους που έχει συσσωρευθεί διεθνώς (βλ. Η διεθνής οικονομία μπροστά στο άγνωστο).

Γίνεται πολλή συζήτηση για το ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε μία «αλλαγή παραδείγματος» και έχουν γίνει πιο ανεκτικές απέναντι στον πληθωρισμό, κάτι όμως που πολλοί το θεωρούν εξαιρετικά επικίνδυνο.  Ποια είναι η δική σας γνώμη;

ΚΓ-ΔΙ: Στη βάση των μεγάλων σφαλμάτων της οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των δύο διαδοχικών κρίσεων (την χρηματοπιστωτική του 2008-2009 και του Covid-19 σήμερα) βρίσκονται, προφανώς, κάποιες λανθασμένες αξιωματικές πεποιθήσεις (βλ. Το αδιέξοδο της «ποσοτικής χαλάρωσης»). Δεν μπορούμε να ξέρουμε, όμως, αν αυτή η αλλαγή φιλοσοφίας είναι εδραία ή γίνεται για λόγους ανάγκης. Με δεδομένο ότι οι οικονομίες έχουν εθιστεί, πλέον, στα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια, με αποτέλεσμα όλες οι ανισορροπίες που υπάρχουν να στηρίζονται σε αυτά καθώς επίσης και στη διαρκή πιστωτική επέκταση, η οικονομική πολιτική, γενικά, έχει απωλέσει όλα τα παραδοσιακά της εργαλεία παρέμβασης. Να το πούμε και αλλιώς: η οικονομική πολιτική που ακολουθείται ιδίως στις ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια, αλλά και παγκοσμίως, συνάδει με μία οικονομία ευρισκόμενη σε βαθιά ύφεση, ύφεση σαν αυτή που υπήρξε κίνδυνος να εμφανιστεί εξ αιτίας της κρίσης του 2008-2009. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πλέον –δηλαδή δεν συνέβαινε μέχρι τις αρχές του 2020, και δεν συμβαίνει, επίσης, μετά το τέλος των μεγάλων lockdown για τον Covid-19– το αποτέλεσμα είναι η οικονομία να βρίσκεται σε μία κατάσταση συνεχούς «υπερθέρμανσης». Αυτό θα μπορούσε να αντιστραφεί μόνο με την αύξηση των επιτοκίων, και την πολύ «σφιχτή» νομισματική πολιτική. Η οποία, όμως, θα κατέστρεφε τα χρηματιστήρια αλλά και τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου.

Ευρισκόμενες μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, λοιπόν, οι κεντρικές τράπεζες δηλώνουν πως δεν φοβούνται τον «λίγο», «παροδικό» πληθωρισμό και προτιμούν να περιμένουν, σχεδιάζοντας την πολύ αργή και σταδιακή μεταστροφή της νομισματικής τους πολιτικής, ελπίζοντας παράλληλα ότι η προσφορά θα επανέλθει σύντομα στα προηγούμενα και ίσως ακόμη πιο ψηλά επίπεδα, με την επιδιόρθωση και αποκατάσταση της λειτουργίας των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων και των αλυσίδων αξίας, ώστε ο πληθωρισμός να αποβεί πράγματι «παροδικός» ή, έστω, «ανεκτός». Αυτό όμως δεν είναι οικονομική πολιτική. Είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, μία ευχή, ένας ευσεβής πόθος και τίποτε παραπάνω.

Ποιου μεγέθους μπορεί να είναι η επίπτωση στο ελληνικό ΑΕΠ και στα εισοδήματα στην περίπτωση που ο  πληθωρισμός είναι πάνω από 4% έως το πρώτο τρίμηνο του 2022;

ΚΓ-ΔΙ. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι εισαγόμενος. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από το γεγονός ότι έρχεται με καθυστέρηση στη χώρα μας, γιατί πάντα σε εμάς υπάρχει διαφορά φάσης. Έτσι ήρθε, με καθυστέρηση, και η κρίση του 2008 και στο μεσοδιάστημα κάποιοι πίστευαν πως η οικονομία μας ήταν «θωρακισμένη». Δυστυχώς, ο εισαγόμενος πληθωρισμός δεν είναι κάτι καλό για το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων.  Ισοδυναμεί με επιδείνωση των όρων εξωτερικού εμπορίου, πράγμα που σημαίνει, δηλαδή, πως πρέπει να δίνουμε περισσότερα από πριν για να εισάγουμε τα ίδια ή, για να το πούμε αλλιώς, να δουλεύουμε περισσότερο για να καταναλώνουμε τα ίδια με πριν. Και αν αυτό ενδεχομένως θα μπορούσε να θεραπευθεί, εν μέρει, όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εισάγουμε από χώρες εκτός της ευρωζώνης από μία  ανατίμηση του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων και κυρίως του δολαρίου (πράγμα, πάντως, που δεν είναι το πιο πιθανό), κάτι τέτοιο  δεν ισχύει για το εμπόριο εντός της ευρωζώνης.

Από την άλλη μεριά, σε όλο αυτό υπάρχει, θεωρητικά, και μία ευκαιρία για την ελληνική οικονομία. Καθώς ο εισαγόμενος πληθωρισμός ισοδυναμεί με μία de facto υποτίμηση ενός υποθετικού εθνικού νομίσματος, αυτό είναι κάτι που μπορεί να καταστήσει τα ελληνικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στο εξωτερικό. Κάτι τέτοιο, όμως, μπορεί να συμβεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική πολιτική δεν θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Κάτι το οποίο είναι, ωστόσο, επαχθές κοινωνικά και εξαιρετικά δύσβατο πολιτικά.

Παρά ταύτα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το πληθωριστικό φαινόμενο αποκτά επικίνδυνα χαρακτηριστικά τα οποία δυσκολεύουν την καταπολέμησή του όταν μετατρέπεται σε ένα ανατροφοδοτούμενο ανοδικό σπιράλ τιμών-μισθών. Έτσι, ιδιαιτέρως σε χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας, όπως είναι η Ελλάδα, αυξήσεις μισθών και, μάλιστα, με διοικητικό τρόπο δεν αντιμάχονται μόνο την προσπάθεια αξιοποίησης του εισαγόμενου πληθωρισμού προς όφελος της εθνικής παραγωγής, αλλά μπορεί επιπλέον να επιβραδύνουν ή ακόμη και να αντιστρέψουν τον ρυθμό μείωσης της ανεργίας. Βέβαια, οι πολιτικές προτεραιότητες είναι διαφορετικές από τις οικονομικές, πλην όμως οφείλουμε πλέον να γνωρίζουμε τι μπορεί να συμβεί όταν η απόσταση μεταξύ τους μεγαλώνει υπέρμετρα.

Τι σημαίνει για την ελληνική οικονομία και την Ελλάδα μία απόφαση για αύξηση το ορίου στο χρέος στο 100% του ΑΕΠ από 60% που είναι σήμερα;

ΚΓ-ΔΙ. Δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, από τη στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται στην περιοχή του 200%. Το χρέος της χώρας θα είναι μακροχρόνια διαχειρίσιμο μόνο εάν το μεγαλύτερο μέρος του συνεχίσει να βρίσκεται στην κατοχή θεσμικών παραγόντων της ευρωζώνης και όχι στην αγορά. Και φυσικά, πολύ σημαντικό ρόλο θα παίξει και το εάν θα υπάρξει ανάπτυξη ή όχι. Εκείνο που πρέπει να συνεχίσουμε να διεκδικούμε, με κάθε τρόπο, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ESM να παραμείνουν ως οι βασικοί διακρατητές και χειριστές του ελληνικού χρέους και μετά το τέλος της πανδημίας και, μάλιστα, με πολιτικά και όχι με οικονομικά κριτήρια.

Όσον αφορά την εξελισσόμενη πληθωριστική συγκυρία αυτή έχει δύο πλευρές, σχετικά με το χρέος, και δεν ξέρουμε ακόμη ποια θα είναι η επικρατέστερη. Από την μία, ο πληθωρισμός μπορεί να βοηθήσει στο θέμα του χρέους, μειώνοντας την πραγματική αξία του, μακροχρονίως. Από την άλλη, όμως, το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής και η αύξηση των επιτοκίων θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο ζήτημα της εξυπηρέτησης και της ανακύκλωσης του χρέους, όσο και αν είμαστε προστατευμένοι από το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στα χέρια των θεσμών.

Η ελληνική οικονομία είναι στο δρόμο προς τον μετασχηματισμό του μοντέλου ανάπτυξης και αυτή τη στιγμή τι είδους ανάκαμψη έχουμε;

ΚΓ-ΔΙ. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται στον δρόμο του μετασχηματισμού, του εκσυγχρονισμού και της αλλαγής του χαρακτήρα της. Συνεχίζει να κινείται στο γνωστό μονοπάτι με δύο οριακές βελτιώσεις. Πρώτον, ότι γίνεται –εξ ανάγκης μεν, αλλά γίνεται δε– μία προσπάθεια να υπάρξει περιορισμός της σπατάλης –πράγμα που ήταν εμφανές μέχρι την έλευση της πανδημίας με τα πρωτογενή ελλείμματα. Δεύτερον, ότι εξελίσσονται θετικά τα πράγματα σε δύο βασικές πήγες εσόδων από το εξωτερικό, που είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία. Αυτά, μαζί με την σταδιακή ανόρθωση της παραγωγής διατηρούν την οικονομία και το εισόδημα σε ένα ανεκτό επίπεδο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις συνθήκες της πανδημίας. Ο χαρακτήρας της οικονομίας, όμως, δεν έχει αλλάξει και η αλλαγή πορείας ακόμη καθυστερεί. Είναι δε ανησυχητικό ότι όλα παραπέμπονται και πάλι στη βοήθεια από το εξωτερικό: στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι δικές μας ιδέες και φιλοδοξίες εξακολουθούν να είναι απούσες. (βλ. Το κλειδί το κρατάμε εμείς, όχι οι επιχορηγήσεις ).

Βέβαια υπάρχει κάτι πολύ θετικό το οποίο δε λέγεται ποτέ, ίσως γιατί δεν είναι «πολιτικά ορθό». Πρόκειται για το γεγονός ότι, μετά από μία δεκαετή δοκιμασία παραλογισμού και αυτοτραυματισμών, η ελληνική κοινωνία συμφιλιώθηκε με την  πραγματικότητα, δηλαδή με το γεγονός πως αυτό που έζησε στην περίοδο 2000-2010 δεν ήταν κανονικό και δεν ανταποκρινόταν στις παραγωγικές της δυνατότητες. Συμφιλιώθηκε, δηλαδή, με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα της οποίας το δυνητικό ΑΕΠ δεν είναι κοντά στα 242 δισεκατομμύρια ευρώ που ξοδεύτηκαν και γλεντήθηκαν δεόντως το 2008, αλλά ότι είναι μία χώρα που το δυνητικό της ΑΕΠ βρίσκεται στην περιοχή των 190 δισεκατομμυρίων ευρώ και ότι ανάλογες πρέπει να είναι και οι αποδοχές και τα εισοδήματα των κατοίκων της. Και πως πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό το επίπεδο εισοδήματος και να εργαστούμε σκληρά για να πάμε παραπάνω. Το ότι όλοι πλέον οι Έλληνες στην οικονομική τους δραστηριότητα και στον οικονομικό τους λογισμό δείχνουν να το αντιλαμβάνονται αυτό, είναι κάτι πολύ σημαντικό και μπορούμε να πούμε ότι συνιστά λόγο για αισιοδοξία, έστω και μετρημένη.’

Αρχική δημοσίευση: ot.gr

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.