
Στην εποχή μας, για οποιαδήποτε εθνική οικονομία υπάρχουν πάντοτε εν δυνάμει επενδυτές, είτε εγχώριοι είτε διεθνείς, οι οποίοι, μάλιστα, όσον αφορά στις παραγωγικές επενδύσεις, είναι σε μεγάλο βαθμό ορθολογιστές: οι εκτιμήσεις τους για την προοπτική κάθε επένδυσης συνήθως αποδεικνύονται κοντά στην πραγματικότητα. Συνεπώς, σε κάθε χώρα, το ύψος και η ποιότητα των επενδύσεων –οι οποίες καθορίζουν την παραγωγικότητα και τον ρυθμό ανάπτυξής της– είναι συνάρτηση των παραγωγικών δυνατοτήτων που προσφέρει. Δεν είναι θέμα τύχης ή «έλλειψης κεφαλαίων» ή κάποιου άλου απροσδιόριστου παράγοντα.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, εάν οι επενδύσεις δεν είναι αυτές που θα επιθυμούσαμε προκειμένου να έχουμε υγιή οικονομική ανάπτυξη, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν άλλον εκτός από την πραγματικότητα που έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι, μακροχρονίως, με την συλλογική μας συμπεριφορά. Και ποια είναι, άραγε, η πραγματικότητα αυτή σήμερα; Τι θα εύρισκε ένας υποθετικός ερευνητής ερχόμενος από το εξωτερικό με σκοπό να εξερευνήσει το επενδυτικό περιβάλλον και τις επενδυτικές ευκαιρίες;
Εάν, αίφνης, ο ερευνητής ξεκινούσε την έρευνά του από την επικαιρότητα, θα διαπίστωνε πως μόλις πριν λίγες μέρες ψηφίσθηκε στη Βουλή τροποποίηση του υφιστάμενου από το 2022 αναπτυξιακού νόμου. Θα μάθαινε δε, έκπληκτος, ότι τρία και πλέον χρόνια μετά την ψήφισή του δεν έχει εκταμιευθεί ούτε ένα ευρώ! Η ανάπτυξη, βεβαίως, δεν είναι υπόθεση κρατικών ενισχύσεων, αλλά πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζονται. Πλην όμως, δεν νοείται αναπτυξιακή πολιτική στην οποία ο επενδυτής περιμένει 4 ή 5 χρόνια μέχρι να χρηματοδοτηθεί η επένδυσή του. Ουσιαστικά, το ελληνικό κράτος απουσιάζει από αυτήν την πτυχή της ανάπτυξης.
Στη συνέχεια, επιχειρώντας ο ερευνητής να αντιληφθεί με ποιους εργαζόμενους ο δυνητικός επενδυτής θα αναπτύξει τις δραστηριότητές του, θα διαπιστώσει και εκεί εξ ίσου μεγάλα προβλήματα. Παράδειγμα μία πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ (PIAAC), σύμφωνα με την οποία μόνο το 14% των Ελλήνων εργαζομένων δείχνουν να έχουν δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων σε τεχνολογικό περιβάλλον, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ είναι 30%. Αν ισχύει αυτό, γίνεται αντιληπτό ότι είναι μάλλον άτοπο να συζητάμε για την ανάγκη νέων επενδύσεων «που θα δημιουργήσουν ποιοτικές θέσεις εργασίας με καλές αμοιβές για τους εργαζόμενους». Όπως επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από τα στοιχεία των εργοδοτικών οργανώσεων, οι θέσεις αυτές, σε πολλές περιπτώσεις, ήδη υπάρχουν. Αλλά είναι κενές, διότι δεν βρίσκονται οι κατάλληλα καταρτισμένοι εργαζόμενοι να τις στελεχώσουν! Ο κοινωνικός σχηματισμός μας αποτυγχάνει να εκπαιδεύσει και να εξοπλίσει με τις απαραίτητες δεξιότητες και γνώσεις τους πολίτες που εισέρχονται στην αγορά εργασίας.
Συνεχίζοντας την αναζήτηση, ο ερευνητής θα διαπιστώσει πως η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη επίπεδα ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις της, εάν όχι το υψηλότερο. Θα διαπιστώσει πως η εμπλοκή με το ελληνικό Δημόσιο και την ελληνική Δικαιοσύνη για την αδειοδότηση, την υλοποίηση και τη λειτουργία μίας επένδυσης είναι ένας πραγματικός μαραθώνιος, με αβέβαιη κατάληξη –πράγμα που τυγχάνει παγκοσμίως γνωστό. Θα διαπιστώσει ότι, έστω και αν η εργασία στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγική από άποψη δεξιοτήτων, θα μπορούσε να ήταν περισσότερο αποδοτική και ανταγωνιστική εάν δεν φορολογείτο τόσο πολύ –εάν η «φορολογική σφήνα» (tax wedge) δεν ήταν από τις υψηλότερες της Ευρώπης. Θα διαπιστώσει ότι η τραπεζική χρηματοδότηση είναι ακριβή, για δε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις περίπου ανύπαρκτη. Ότι η χωροταξία της παραγωγής είναι άναρχη, με τις λιγοστές και συνήθως παραμελημένες «βιομηχανικές περιοχές» να μη συνδέονται με μεταφορικά και ενεργειακά δίκτυα. Ότι τα ολιγοπώλια και τα καρτέλ κυριαρχούν σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας. Και ούτω καθ’ εξής…
Βεβαίως, θα αντιτείνει κάποιος, παρ’ όλ’ αυτά στην Ελλάδα γίνονται επενδύσεις. Τόσο εγχώριες όσο και ξένες. Μόνο που στην πραγματικότητα είναι λιγότερες, αναλογικά, από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη –που πλήττεται από αναπτυξιακή στασιμότητα! Και κυρίως: δεν είναι εκείνες που έχει ανάγκη η χώρα για να εισέλθει σε δυναμική αναπτυξιακή τροχιά, δηλαδή δεν είναι, κυρίως, παραγωγικές επενδύσεις με έστω κάποιες λίγες από αυτές να βρίσκονται κοντά στο, λεγόμενο, «τεχνολογικό σύνορο». (Δηλαδή, επενδύσεις στην προηγμένη βιομηχανία και στις προηγμένες υπηρεσίες. Δραστηριότητες που έλκονται από περιοχές και χώρες όπου, αφ’ ενός, απουσιάζουν τα ελληνικού τύπου εμπόδια και, αφ’ ετέρου, υπάρχει επάρκεια ανθρωπίνου κεφαλαίου, δεξιοτήτων και γνώσεων). Επιπλέον δε, ειδικά όσον αφορά στις ξένες επενδύσεις στη χώρα μας, πολύ λίγες από αυτές –και συνεχώς μειούμενες– αφορούν στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων (greenfield investments). Οι περισσότερες αφορούν στην αγορά ήδη υπαρχόντων στοιχείων ενεργητικού –κυρίως κατοικιών και ξενοδοχειακών μονάδων. Και ενώ η κυβέρνηση επαίρεται ότι, μεταξύ 2019 και 2023, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν από 10% σε 15% του ΑΕΠ, η αλήθεια είναι πως στις επιχειρήσεις αντιστοιχεί αύξηση μόνο κατά 1%. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα βρίσκεται σε μία κατάσταση επενδυτικής άπνοιας και αναπτυξιακής στασιμότητας. (Οι ρυθμοί ανάπτυξης του 2% οφείλονται, κατά μέγιστο βαθμό, στα ευρωπαϊκά κονδύλια και στην πεπερασμένων προοπτικών αύξηση της ταξιδιωτικής δαπάνης).
Υπάρχει λύση για την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης; Θεωρητικά ναι. Όσον αφορά δραστηριότητες στο «τεχνολογικό σύνορο» οφείλουμε να επιχειρήσουμε να προσελκύσουμε κάποιες κορυφαίες εταιρείες, όπως το έχουν κάνει π.χ. η Ρουμανία, η Τουρκία, η Πολωνία, η Σερβία. Αλλά και οι ΗΠΑ με την πολιτική CHIPS. Η έλευση έστω και μίας τέτοιας εταιρείας θα είχε καταλυτικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη. Θα ενίσχυε σημαντικά το διεθνές κύρος της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Και θα δημιουργούσε ένα πολύ σημαντικό οικοσύστημα νέων τεχνολογιών γύρω της. Μόνο που αυτό δεν φαίνεται να ενδιαφέρει την παρούσα κυβέρνηση.
Ανάπτυξη, όμως, είναι δυνατόν να επέλθει και μέσα από την ενίσχυση του ήδη υφιστάμενου, αλλά ατροφικού, παραγωγικού τομέα της οικονομίας μας. Με συνολική άρση των αντιαναπτυξιακών εμποδίων και αντικινήτρων. Μπορούμε να την επιτύχουμε; Η μόνη βεβαιότητα είναι πως, σε αυτήν την περίπτωση, το ρητό «την τύχη μας τη φτιάχνουμε μόνοι μας» ισχύει πλήρως.