Βολές για το κούρεμα του χρέους… στον γάμο του δεσπότη (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου)

Άρθρα Κωνσταντίνος Γάτσιος

Λήψη

Η ελληνική κοινωνία, στην μεγάλη της πλειοψηφία, αγνοεί ότι η οικονομική της δυσπραγία οφείλεται στη χρεοκοπία της. Βομβαρδίζεται με παράλογες και παραπειστικές πληροφορίες και «αναλύσεις», που παρουσιάζουν ως αίτιο των δεινών της τις επιλογές κάποιων «άλλων», όχι τις δικές της. Σε αυτόν τον ωκεανό τού παραλογισμού, το PSI έχει συχνά περιγραφεί ως, περίπου, μια απάτη, μέσω της οποίας απλά φορτωθήκαμε με νέο χρέος. Δυστυχώς, σε αυτήν την τελευταία διαστρέβλωση συμβάλλει, αθέλητα ίσως, και η Τράπεζα της Ελλάδος με τον ατυχή τρόπο που παρουσιάζει το PSI στην έκδοσή της «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης» (σελ. 107 και συνέχεια), όπου, με μια λογιστικού τύπου προσέγγιση, αποφαίνεται ότι το «καθαρό όφελος» από την κατά 140 δισ. ευρώ μείωση του χρέους συμποσούται σε μόλις 51,2 δισ. ευρώ. Ο μη ειδικός αναγνώστης, σε συνδυασμό και με τα όσα διάφοροι σπερμολόγοι επαΐοντες υποτονθορύζουν, πολύ εύκολα σχηματίζει την εντύπωση ότι, εάν δεν είχε λάβει χώρα το PSI, η ελληνική οικονομία θα είχε ίσως λίγο μεγαλύτερο χρέος, θα ήταν όμως σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αφού οι τράπεζές της δεν θα είχαν «καταστραφεί» και θα έδιναν περισσότερα δάνεια, ενώ τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα είχαν χρεοκοπήσει και θα πλήρωναν υψηλότερες συντάξεις!

 

Μόνο που αποτελεί κακό οιωνό το ότι και οι ίδιοι οι «ειδικοί» δεν είναι σε θέση να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά, μέσα στο μυαλό τους, διαχωρίζοντας το αίτιο από το αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο ότι λησμονείται πως το PSI υπήρξε η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην ιστορία, κυρίως εις βάρος των ξένων πιστωτών. Είναι ότι συγχέεται το ποσό των 125 δισ. ευρώ που απώλεσαν Έλληνες και ξένοι πιστωτές, με εκείνο το ποσό με το οποίο «επωφελήθηκε τελικά» η ελληνική πλευρά (που η Τράπεζα της Ελλάδας το υπολογίζει σε 50 δισ., ενώ άλλοι σε ακόμη λιγότερο). Η διαφορά των δύο οφείλεται, βεβαίως, στο ότι η ελληνική οικονομία έπρεπε να (ξανα)δανεισθεί για να συνεχίσει να λειτουργεί. Συγκρίνοντας τα δύο ποσά είναι σαν να συγκρίνει κανείς μήλα με πορτοκάλια. Και τούτο διότι το μεγαλύτερο μέρος του νέου δανεισμού δεν ήταν απότοκο του PSI, ώστε να λογίζεται ως «κόστος» του. Ήταν αναγκαίο ούτως ή άλλως, με ή χωρίς PSI. Δεν αναφερόμαστε μόνο στα όσα απαιτήθηκαν για τις λειτουργικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου (σε 11,9 δισ. τα ανεβάζει η ΤτΕ), αλλά και για τα ποσά της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Εάν η Ελλάδα δεν έπαιρνε τα 167 δισ. της δεύτερης φάσης της βοήθειας, η οικονομία της θα κατέρρεε και το ομόλογά της, συμπεριλαμβανομένων και όσων διακρατούσαν οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, δεν θα εξυπηρετούνταν ποτέ. Μόνο που η «δεύτερη βοήθεια» δεν ήταν εφικτή χωρίς το PSI. Οι παλαιοί πιστωτές έπρεπε να φύγουν από την μέση για να έλθουν νέοι, ώστε το συνολικό χρέος να παραμείνει σε κάποια ανεκτά επίπεδα και να μην τείνει να αυξηθεί εκθετικά. Αλλιώς, κανείς δεν θα δάνειζε όταν γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να αποπληρωθεί ποτέ. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα πολύκλαυστα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που διακρατούσαν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν, ούτως ή άλλως, καταδικασμένα. Ήταν ως μη υπάρχοντα.

 

Η απομείωση του χρέους δεν ήταν δυνατόν να γίνει με τρόπο ώστε να μειωθούν τα ομόλογα που διακρατούσαν οι ξένοι, αλλά όχι εκείνα που διακρατούσαν οι Έλληνες. Ένα τέτοιο αίτημα θα ήταν εξωφρενικό. Αφού, όμως, αυτό δεν γινόταν νομότυπα, έγινε, εν μέρει, άτυπα (δυστυχώς, όχι για τους μικροομολογιούχους). Κάτι τέτοιο ήταν η «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών. Χρέος διαγράφηκε και χρέος ξαναδημιουργήθηκε, ώστε να έχουν οι τράπεζες επαρκή κεφαλαιακή βάση –με ομόλογα του EFSF που για την ΕΚΤ είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία από τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. (Εκείνοι που έχασαν ήταν οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, οι οποίοι κατέληξαν μειοψηφία στην σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου).

 

Σε μία αναδιάρθρωση χρέους, και ο χρεώστης και ο πιστωτής, εάν είναι λογικοί, κινούνται προς το ίδιο σημείο από αντίθετες κατευθύνσεις: να μειώσουν το χρέος όσο απαιτείται, ούτως ώστε ο μεν χρεώστης να δει την οικονομία του να εκκινεί και πάλι, ο δε πιστωτής να πάρει, σε βάθος χρόνου, ό,τι μπορεί να περισωθεί. Σκοπός είναι να βρεθεί το άριστο ποσό της μείωσης. Το ότι τα 140 δισεκατομμύρια του PSI δεν ήταν το άριστο ποσό αποδεικνύεται από το ότι συζητάμε για νέα αναδιάρθωση-μείωση του χρέους. Το ότι, όμως, τα 140 δισεκατομμύρια που διεγράφησαν δεν άρκεσαν είναι, επίσης, και η μεγαλύτερη απόδειξη ότι επρόκειτο για χρέος που στην πραγματικότητα δεν είχε λόγο να υπάρχει, καθώς δεν επρόκειτο να εξυπηρετηθεί και να αποπληρωθεί ποτέ! Δεν μπορεί, συνεπώς, την ίδια στιγμή να παραπονιόμαστε, από την μια ότι διαγράφηκε πολύ χρέος, με αποτέλεσμα να καταβαραθρωθούν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, και από την άλλη ότι διαγράφηκε λίγο χρέος και ότι χρειάζεται και άλλη απομείωσή του! Ή το ένα ισχύει ή το άλλο! Το PSI, προϊόν ανάγκης, δεν ήταν «ένα κόλπο για να μας τα πάρουν ξανά», αλλά μια ρύθμιση η οποία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πληθώρα των υφιστάμενων περιορισμών, ευνόησε σημαντικά την ελληνική οικονομία. Με το PSI (και την «επιμήκυνση»), η Ελλάδα, ως το τέλος της δεκαετίας, δεν αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα καταβολής τοκοχρεωλυσίων. Βεβαίως, η παρούσα αξία τού χρέους πρέπει να μειωθεί και άλλο –όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο.

 

Το ουσιαστικό, πλέον, πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι τα 180 δισ. που έχει καταφέρει να διατηρήσει ως ΑΕΠ, τα διανέμει άδικα μεταξύ των πολιτών της και τα κατανέμει αντιπαραγωγικά μεταξύ των οικονομικών κλάδων και χρήσεων. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει την παραμικρή αναπτυξιακή δυναμική και, παρά την υποτιθέμενη σταθεροποίηση της οικονομίας της, βλέπει επιχειρήσεις να κλείνουν η μία μετά την άλλη, χωρίς να δημιουργείται καμία καινούργια. Το να ζητάς, λοιπόν, εδώ και τώρα, από τους ξένους να σου χαρίσουν το χρέος και να σου προσφέρουν και μερικές δεκάδες δισ. βοήθεια με νέα «σχέδια Μάρσαλ», είναι ο εύκολος τρόπος να σωπαίνεις για την ταμπακιέρα. Το δύσκολο είναι να προτείνεις λύσεις για την αναδιάρθρωση της χώρας, όχι για την αναδιάρθρωση του χρέους. Δύσκολο, γιατί απαιτεί από την μια ιδέες για την παραγωγή πολιτικής και από την άλλη σθένος για την αντιμετώπιση κατεστημένων συμφερόντων. Όταν, αντί αυτών, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται σε παραλογισμούς, όπως αυτούς για το PSI, τότε παραπέμπει, δυστυχώς, στους βιολιτζήδες που κίνησαν να πάν’ να παίξουν στο γάμο του Δεσπότη.

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.