Δεν είναι ακριβώς όπως τα λέτε κύριε Μητσοτάκη

Άρθρα Κωνσταντίνος Γάτσιος

Η Σύνοδος Κορυφής που μόλις ολοκληρώθηκε ήταν πράγματι κομβικής σημασίας για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Συγκρατώ δύο πράγματα. Η Ευρώπη για πρώτη φορά θα δανειστεί από τις αγορές ως Ένωση και όχι ως επί μέρους χώρες, πραγματοποιώντας το γενέθλιο βήμα της προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής ενοποίησης. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο, και ριζοσπαστικότερο, είναι ότι από το σύνολο των 750 δισ. ευρώ που θα δανειστεί, τα 390 δισ. ευρώ θα διατεθούν στις χώρες-μέλη ως επιχορηγήσεις (ενώ τα υπόλοιπα 360 δισ. ευρώ υπό μορφή δανείων). Από το σύνολο των πόρων, η χώρα μας θα λάβει 19 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και άλλα 12 δισ. ευρώ σε δάνεια (επιπλέον, θα λάβει και άλλα 40 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του εξαετούς κοινοτικού προϋπολογισμού 2021-2027).  

Σπεύδω εξ αρχής να πω ότι καλόν είναι να «ξεχάσουμε» τα 12 δισ. ευρώ των (δυνητικών) δανείων και να επικεντρωθούμε στα 19 δισ. ευρώ των επιχορηγήσεων. Αλλά δεν είναι της στιγμής να επεκταθώ. Εξάλλου, θα έχουμε πολύ χρόνο να συζητήσουμε το θέμα αυτό, όπως και εκείνο των προτεραιοτήτων που θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν, αλλά και των διαδικασιών χρηματοδότησης που θα πρέπει να ακολουθηθούν. Η χρήση των πόρων που θα περιέλθουν στη χώρα μας είναι ζήτημα εθνικής σπουδαιότητας και σημασίας, στο οποίο όλοι οφείλουμε να συμβάλλουμε με τις προτάσεις μας. 

Όμως, επί του παρόντος, θα πρέπει να θυμίσω στον κ. Μητσοτάκη κάποιες αλήθειες που στη συνέντευξη τύπου που έδωσε μετά τη λήξη των εργασιών της Συνόδου επέλεξε να συσκοτίσει. Αν μη τι άλλο, γιατί κάθε διάλογος για να είναι επιτυχής οφείλει να είναι ειλικρινής.

Στην συνέντευξη τύπου, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε υπενθυμίζοντας το κοινό αίτημα που υποβλήθηκε στις 25 Μαρτίου από 9 χώρες της ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, για την έκδοση ευρωομολόγου. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της συνέντευξης προσπάθησε να παρουσιάσει τόσο την απόφαση για το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και τη ρηξικέλευθη επιλογή της παροχής επιχορηγήσεων, ως απότοκα εκείνου του αιτήματος. Αναρωτήθηκε μάλιστα, ρητορικά, ποιος θα διανοούνταν μια τέτοια εξέλιξη πριν 4 μήνες, τον Μάρτιο. Το πολιτικό μήνυμα που σαφέστατα προσπάθησε να στείλει με τα λεγόμενά του ήταν ότι η κυβέρνησή του υπήρξε πρωτοπόρα και πρωταγωνιστής των ευρωπαϊκών εξελίξεων. 

Όμως, η παραπάνω επιχειρηθείσα διασύνδεση των δύο θεμάτων από τον κ. Μητσοτάκη συνιστά παραχάραξη. Πρώτο, από τεχνικής αλλά και ουσιώδους άποψης, η απόφαση για το Ταμείο Ανάκαμψης μικρή σχέση έχει με την έκδοση ευρωομολόγου. Μπορεί και οι δύο περιπτώσεις να αφορούν στην έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους, αλλά ο τρόπος χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης παρασάγγας απέχει από εκείνον που θα συνεπαγόταν η έκδοση ευρωομολόγου. Να το πω σχηματικά: η Γερμανία δεν «εγγυάται» τη φερεγγυότητα της Ιταλίας, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση ευρωομολόγου. Γι αυτό, άλλωστε, ενώ η Γερμανία απέρριψε ασυζητητί την πρόταση έκδοσης ευρωομολόγου, την ίδια στιγμή πρωταγωνίστησε (μαζί με τον Μακρόν) στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και τη χρηματοδότησή του με 750 δισ. ευρώ μέσω δανεισμού, τον οποίο θα εκδώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Δεύτερο, ο κ. Μητσοτάκης επιχείρησε εντέχνως μεν, παραπλανητικώς δε, να συσχετίσει δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους πράγματα, την πρόταση για το ευρωομόλογο και την απόφαση για τις επιχορηγήσεις. Η ιδέα πίσω από την έκδοση του ευρωομολόγου ήταν ότι η ΕΕ θα μπορούσε να εξασφαλίσει από τις αγορές δανειακά κεφάλαια με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από ό,τι οι επί μέρους χώρες-μέλη, ιδιαίτερα δε εκείνες του ευρωπαϊκού Νότου με τα υψηλά επίπεδα χρέους ως προς το ΑΕΠ. Ακολούθως, τα κεφάλαια που θα συγκεντρώνονταν από την έκδοση του ευρωομολόγου θα διετίθεντο στις χώρες-μέλη υπό μορφή δανείων –χαμηλότοκων μεν, δανείων δε. Προφανώς, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την (περαιτέρω) αύξηση του χρέους τους. Το αίτημα των 9 χωρών στις 25 Μαρτίου στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Μητσοτάκης αφορούσε δάνεια. Δεν αφορούσε επιχορηγήσεις, λέξη που ούτε καν αναφέρεται στην επιστολή του αιτήματος. 

Αντίθετα, τότε, τον Μάρτιο, κάποιοι στην Ευρώπη (όχι πολλοί, είναι αλήθεια) υποστηρίζαμε ότι η λύση –τόσο για τον Νότο, όσο και για την Ευρώπη στο σύνολό της– δε βρισκόταν στον επιπλέον δανεισμό και την αύξηση του χρέους αλλά στο «δωρεάν» χρήμα, στις επιχορηγήσεις. Ότι η κρίση που διανύαμε και εξακολουθούμε να διανύουμε είναι μια αντισυμβατική κρίση, η οποία απαιτούσε και απαιτεί αντισυμβατικές πολιτικές. Το ευρωομόλογο υποστηρίζαμε ότι δε συνιστούσε μια πολιτική εξόδου από την κρίση. Γιατί, απλούστατα, θα πρόσθετε νέο χρέος στο ήδη υπάρχον, οξύνοντας έτι περαιτέρω τις επιπτώσεις της κρίσης. Αντίθετα, εκείνο που επιμέναμε ότι απαιτείτο ήταν «νέο χρήμα». Για παράδειγμα, δείτε «Κ. Γάτσιος και Δ. Ιωάννου, Αντισυμβατικές πολιτικές για μια αντισυμβατική κρίση, Το Βήμα της Κυριακής, 30-3-2020».

Τότε, τον Μάρτιο, η πρόταση για «δωρεάν» χρήμα, για επιχορηγήσεις, θεωρήθηκε από πολλούς ως εξωφρενική. Κάποιοι τη χλεύασαν ως «εξωτική» (μήπως κάποιοι και από το οικονομικό επιτελείο σας κ. Μητσοτάκη;). Οι φορείς του συμβατικού τρόπου σκέψης ισχυρίζονταν, δημόσια, ότι τα ελλείμματα δεν μπορούσαν παρά να καλυφθούν με δανεισμό. Ότι ο δανεισμός ήταν αναπόφευκτος και ότι το μόνο που είχε σημασία ήταν να είναι όσο περισσότερο χαμηλότοκος γίνεται.

Ο κ. Μητσοτάκης δε μίλησε για επιχορηγήσεις στις 25 Μαρτίου. Μίλησε πολύ αργότερα, ένα μήνα μετά, στη Σύνοδο Κορυφής στις 23 Απριλίου. Όταν το «κλίμα» στην Ευρώπη είχε ήδη αλλάξει. Όταν είχε ήδη αρχίσει να γίνεται κατανοητό από όλο και περισσότερους, πρωτίστως δε από τη Γερμανία, αυτό που κάποιοι λέγαμε εξαρχής: ότι ο Νότος δεν άντεχε άλλα δάνεια, άλλο χρέος. Και ότι εάν «βούλιαζε» ο Νότος, θα τον ακολουθούσε στον βυθό και ο Βορράς, με την ΕΕ να διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Αυτή είναι η ουσία.

Και κάτι τελευταίο. Όταν ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για την ανάγκη επιχορηγήσεων στις 23 Απριλίου είχε ήδη προηγηθεί ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας με δημόσια ομιλία του στις 8 Απριλίου και, βεβαίως, η Ισπανία στις 21 Απριλίου με επίσημη επιστολή της Υπουργού Οικονομικών και Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Νάντια Καλβίνο, προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιστολή την οποία, μάλιστα, φρόντισε να γνωστοποιήσει στον ευρωπαϊκό τύπο.

Δυστυχώς, κ. Μητσοτάκη, αντίθετα με την εικόνα που θέλετε να δημιουργήσετε, η Ελλάδα στο κρίσιμο θέμα των επιχορηγήσεων δεν ήταν πρωτοπόρος, όπως θα την ήθελα και όπως θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι. Ήταν, δυστυχώς, ακόλουθος.

Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής και τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Υποψήφιος βουλευτής Ιωαννίνων με το Κίνημα Αλλαγής. Έχει συγγράψει με τον Δημήτρη Ιωάννου το βιβλίο «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.