Αλήθεια και Αυτογνωσία: Προϋποθέσεις Εξόδου από την Κρίση

Δημόσια Ομιλία Κωνσταντίνος Γάτσιος

Κυρίες και Κύριοι,

Κατ’ αρχάς θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της ημερίδας, τον Πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Άμυνας για την πρόσκληση. Είναι πράγματι μεγάλη η χαρά και η τιμή που αισθάνομαι ευρισκόμενος σήμερα μαζί σας. Για πολλούς λόγους, αλλά και για έναν επιπλέον. Ο πατέρας μου υπήρξε αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού τον οποίο υπηρέτησε με πάθος, εντιμότητα και αυταπάρνηση. Αφιερώνω τη σημερινή μου ομιλία στη μνήμη του. Είναι, νομίζω, η κατάλληλη περίσταση για ένα τέτοιου είδους πνευματικό μνημόσυνο, που από καιρό ήθελα να κάνω.

Κυρίες και Κύριοι,

Η πατρίδα μας διέρχεται μιας πολύμορφης κρίσης πρωτοφανούς έντασης και βάθους. Δεν πρόκειται μόνο για μια οικονομική κρίση, αλλά και για μια κρίση θεσμών, αξιών και αντιπροσωπεύσεων. Μια κρίση που συνταράσσει συνθέμελα τους θεσμούς και τις δομές της χώρας και που τη θέτει μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα για το παρόν και το μέλλον της.

Ο λαός μας γεύεται ανεργία και κοινωνική αποδιάρθρωση στο εσωτερικό, χλεύη και διασυρμούς στο εξωτερικό. Ο κίνδυνος μετατροπής τής πατρίδας μας είτε σε ένα μετανεωτερικό προτεκτοράτο, μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, είτε σε μια διαλυμένη πολιτεία χαοτικής αναρχίας και εγκληματικότητας, είναι υπαρκτός. Όπως υπαρκτοί είναι και οι κίνδυνοι που η δεινή θέση στην οποία έχουμε περιέλθει εγκυμονούν για την ασφάλεια της πατρίδας και του λαού μας. Η χώρα «γλιστράει μέσα από τα χέρια μας».

Όταν, όμως, σε απειλεί ένας θανάσιμος κίνδυνος, πρώτος όρος για την επιβίωσή σου, πρώτο βήμα στην προσπάθεια αναπτυξιακής εξυγίανσης, είναι η ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης, χωρίς ψεύδη, δημαγωγίες, ευχολόγια και στρουθοκαμηλισμούς. Στην αντίθετη περίπτωση, αν, παρασυρμένος από τον φόβο ή τις εμμονές σου, αντιλαμβάνεσαι λανθασμένα την απειλή και συμπεριφέρεσαι απέναντί της ανορθολογικά, τότε γίνεσαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού σου, με αποτελέσματα αυτοκαταστροφικά.

Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει, επομένως, περισυλλογή και αυτογνωσία για τους λόγους που φτάσαμε μέχρι εδώ. Για να μπορέσουμε να εξέλθουμε από το τέλμα, θα πρέπει να γίνουν κατανοητές οι πραγματικές αιτίες τής υπό εξέλιξη τραγωδίας.

Υπάρχει μια «αφήγηση» που ισχυρίζεται ότι το Μνημόνιο έφερε την κρίση, ότι η παρούσα κρίση προκαλείται πρωτίστως από την ευρωπαϊκή κρίση και όχι από ενδογενείς αιτίες. Ότι δηλαδή, λίγο πολύ, τα πηγαίναμε μια χαρά μέχρι το 2010 –όπως άλλωστε φαίνεται και από την συνεχή αύξηση του ΑΕΠ– αλλά μετά ενέσκηψε η κρίση με επίκεντρο τις ΗΠΑ η οποία χτύπησε και μας, όπως και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήρθαν και τα Μνημόνια και μας αποτελείωσαν. Αυτή η «αφήγηση», όμως, συνιστά ένα αισχρό ψεύδος, αφού αγνοεί προκλητικά κάθε πραγματικό γεγονός. Αν θέλουμε, πράγματι, να ξαναπάρουμε τη χώρα στα χέρια μας, θα πρέπει με αποφασιστικότητα να απαλλαγούμε από αυτό το ψεύδος. Η αλήθεια είναι ότι η κρίση έφερε το Μνημόνιο, όχι το Μνημόνιο την κρίση. Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι η ελληνική κρίση είναι αυτοτελής και ενδογενής, έχει πρωτίστως εγχώριες και όχι διεθνείς αιτίες. Θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης, αν και ασφαλώς η διαχείρισή της θα ήταν ευκολότερη χωρίς αυτές. Η αλήθεια είναι, επίσης, ότι η συνεχής αύξηση του ΑΕΠ δεν συνιστούσε «ανάπτυξη», ούτε σύγκλιση με την Ευρώπη, αλλά «παραίσθηση ανάπτυξης» και απόκλιση από την Ευρώπη.

Εξηγούμαι: Για να δούμε αν είχαμε «ανάπτυξη» ή κάτι άλλο αρκεί να κάνουμε κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς. Μεταξύ 2003 και 2010 το ΑΕΠ αυξήθηκε από 172 δισ. σε 230 δισ. ενώ, αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος από 168 δις σε 326 δις, δηλαδή από 96% σε 140% του ΑΕΠ. Να το πούμε αλλιώς. Το 2003 το κατά κεφαλή εισόδημα ήταν 15.600 ευρώ και το κατά κεφαλή χρέος 15.000 ευρώ. Το 2010 το κατά κεφαλή εισόδημα ήταν 20.400 ευρώ, αυξημένο κατά 30%, ενώ το κατά κεφαλή χρέος ήταν 29.000 ευρώ, αυξημένο κατά 90%. Δηλαδή, για κάθε 1 ευρώ αύξησης του κατά κεφαλή εισοδήματος, δανειζόμασταν 3!

Και πώς χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα δανεικά; Αν χρησιμοποιούνταν για παραγωγικές επενδύσεις, αυτές σήμερα θα είχαν ωριμάσει και θα είχαν απογειώσει με όρους υγείας, όχι πλασματικούς, το εθνικό εισόδημα. Όμως, χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν μια ανεξέλεγκτη, θα έλεγα παρανοϊκή, κατανάλωση. Τη δεκαετία 2000-2010, ο μέσος όρος της ιδιωτικής κατανάλωσης στην ευρωζώνη, της Ελλάδας εξαιρουμένης, ήταν στο 56% του ΑΕΠ. Στη χώρα μας ήταν στο 75%. Καθώς οι άλλες κατηγορίες δαπάνης του ΑΕΠ, δηλαδή η δημόσια κατανάλωση και οι επενδύσεις, δεν την αντιστάθμιζαν, καθώς βρίσκονταν στο μέσο όρο της ευρωζώνης, η συνολική δαπάνη της οικονομίας ήταν πολύ υψηλότερη από το εγχωρίως παραγόμενο προϊόν. Με άλλα λόγια, καταναλώναμε πολύ περισσότερο από όσο παρήγαμε. Καταναλώναμε τόσο, ώστε με βάση τον δείκτη «Ισοδύναμων Μονάδων Αγοραστικής Δύναμης» της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα εμφανιζόταν σαν μια από τις πλουσιότερες οικονομίες της Ευρώπης, αφού μόνο 3-4 την ξεπερνούσαν στον δείκτη αυτό. Αποτέλεσμα, ήταν η δημιουργία του μεγαλύτερου ελλείμματος στην ευρωζώνη, το οποίο καλυπτόταν από δανεισμό, κυρίως μέσω του δημοσίου, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργούσε ένα ανεξέλεγκτο χρέος.

Αυτή η δαπάνη, που τροφοδοτούσε τη «φούσκα» της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και δημιουργούσε μια ψεύτικη αίσθηση εφορίας που ονομάστηκε «ανάπτυξη», κέντρο είχε το κράτος ως, δυστυχώς, στρατηγικό τομέα τής οικονομίας μας, και βασικό της πρωταγωνιστή τον εργολάβο και τον προμηθευτή τού δημοσίου. Η «φιγούρα» του, αυτή του χυδαίου νεοπλουτισμού, αποτελούσε το κοινωνικό πρότυπο επιτυχίας μιας εποχής στην οποία όλοι πίστευαν ότι έπαιρναν «λίγα» -θυμηθείτε την έκφραση «γενιά των 700 ευρώ»- και στην οποία το κιτς, το ψεύτικο και το φθηνό κατέκλυσε όλες τις πλευρές της κοινωνικής μας ζωής και οργάνωσης. Στον εκτροχιασμό συμμετείχε και το σύνολο του τραπεζικού συστήματος της χώρας που, υπό την μακάρια επίβλεψη της ΤτΕ, κυνηγούσε περαστικούς στο δρόμο ή στα τηλέφωνα για να τους δώσει δάνεια για να αγοράσουν ιταλικά ή γαλλικά ρούχα και παπούτσια για να πάνε διακοπές στη Ρώμη ή το Παρίσι. Και για να νομιμοποιηθεί κοινωνικά αυτή η άφρων και άκρως τυχοδιωκτική πολιτική τής εποχής αλλά και, ταυτόχρονα, να συγκαλύψει το γεγονός ότι η πραγματική οικονομία δεν μπορούσε, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας –όπως θα εξηγήσω αργότερα– το κράτος προχωρούσε σε προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, τις περισσότερες φορές χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας και συνήθως εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ, με σημειώματα πολιτευτών του στυλ «βάλε τον κάπου κάτι να κάνει –είναι καλό παιδί». Βοηθούσε αυτό, βεβαίως, και στην ενδυνάμωση των κομματικών στρατών. Αυτό ήταν το πλαίσιο της αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής τής περιόδου τής ΟΝΕ.

Η δυναμική, επομένως, που είχε προσλάβει το δημόσιο χρέος με όλα αυτά, αρκεί για να καταδείξει ότι ακόμη και εάν δεν είχε επισυμβεί η διεθνής κρίση, η Ελλάδα θα βρισκόταν σε βαθιά περιδίνηση.

Όμως, καθώς προχωρούμε πιο βαθειά στην ανάλυση του προβλήματος διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα είναι, δυστυχώς, χειρότερα. Ο χωρίς όρια δανεισμός της χώρας, δημιούργησε μια έντονη υπερθέρμανση στην οικονομία και μια διαρκή εσωτερική ανατίμηση, μετατοπίζοντας τις δομικές ισορροπίες τής οικονομίας μας και καταστρέφοντας τον ήδη ισχνό παραγωγικό ιστό τής χώρας. Πιο συγκεκριμένα, με το νόμισμα κοινό, η υπερβάλλουσα ρευστότητα οδηγούσε σε αύξηση των ονομαστικών τιμών στην Ελλάδα πάνω από το μέσο πληθωρισμό τής ευρωζώνης, δημιουργώντας υψηλότερα περιθώρια κέρδους στον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» (κράτος, οικοδομή, εμπόριο και λοιπές υπηρεσίες), και μειώνοντας αντίστοιχα τα περιθώρια κέρδους του μη προστατευμένου παραγωγικού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργούσε ισχυρές ροπές για μεταφορά πόρων από τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» σε αυτόν των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Ήταν προτιμότερο να εισάγεις παρά να παράγεις εγχωρίως. Ταυτόχρονα, η άνοδος των μισθών, ανεξαρτήτως επιπέδου παραγωγικότητας, απλά και μόνο για να «συλλάβει» τον πληθωρισμό, οδήγησε σε περαιτέρω διάβρωση της ανταγωνιστικότητας του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», κατ’ ουσία στην κατάρρευσή του. Είναι αυτή η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού τής χώρας που βρίσκεται πίσω από τα τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κατά μέσο όρο 10% του ΑΕΠ καθ’ όλη τη δεκαετία της ΟΝΕ, που έφτασε, μάλιστα, στο απίστευτο 15% του ΑΕΠ το 2008.

Βρισκόμαστε πλέον στην καρδιά τού οικονομικού προβλήματος της χώρας, τη σχέση μεταξύ των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Όποιος δεν κατανοεί τη σημασία αυτής της σχέσης, δεν κατανοεί το πρόβλημα πόσο μάλλον να βρει τη λύση. Στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» ενσωματώνεται η δυνατότητα ή όχι βελτίωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων μιας χώρας. Από τη δυναμικότητα του τομέα αυτού εξαρτάται η δυνατότητα ή όχι μιας ενδογενούς ανάπτυξης μιας οικονομίας. Γιατί πολύ απλά ανάπτυξη είναι τι, πώς και πόσο παράγεις και εξάγεις περισσότερο σύνθετα, πλούσια σε προστιθέμενη αξία προϊόντα.

Είναι, εν προκειμένω στοιχείο-κλειδί ότι στην ελληνική οικονομία οι υπηρεσίες και η οικοδομή έχουν συμμετοχή στη σύνθεση του ΑΕΠ που είναι 4 φορές μεγαλύτερη από τη συμμετοχή του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα μαζί. Σημειώνω ότι στη Γερμανία η αντίστοιχη σχέση είναι πολύ μικρότερη, 2,5 προς 1, τη στιγμή που τόσο η οικονομική θεωρία όσο και η στατιστική μέτρηση μας λένε ότι η σχέση αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγικότητα μιας χώρας. Με άλλα λόγια, η σχέση αυτή θα έπρεπε φυσιολογικά να είναι μικρότερη στην Ελλάδα απ’ ό,τι στη Γερμανία, όχι μεγαλύτερη όπως είναι.

Πιο συγκεκριμένα, το 2000, όταν η χώρα εισήρχετο στην ευρωζώνη, ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, ένα ήδη χαμηλό ποσοστό, το χαμηλότερο μεταξύ των 15 τότε μελών τής ΕΕ. Το 2009, όταν είχε ξεκινήσει η κατάρρευση, είχε περιοριστεί στο 20,5%. Εάν, ειδικότερα, εστιασθούμε στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» με τη σημαντικότερη συμβολή στην ενδογενή ανάπτυξη, όπως είναι τα προϊόντα τού μεταποιητικού κλάδου, και οι κλάδοι που σχετίζονται με την πληροφορική και τις υπηρεσίες «τεχνολογικής αιχμής», των οποίων η παραγωγή θα πρέπει να συντελείται στο λεγόμενο «τεχνολογικό όριο» αν πρόκειται να είναι ανταγωνιστικά, τότε παρατηρούμε ότι από ένα ποσοστό 16% του ΑΕΠ το 2000 αντιπροσώπευαν μόλις το 11,5% το 2009. Όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες ανάλογου μεγέθους με την δική μας παρουσίαζαν και παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών στο δικό τους ΑΕΠ. Επιπλέον, στη βάση ποιοτικών κριτηρίων, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων η Ελλάδα της «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007, σύμφωνα με διεθνείς πίνακες, στην ίδια «παρέα», ανταγωνιζόταν στο «ίδιο καλάθι» προϊόντων, με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, παρά με τους Ευρωπαίους εταίρους της.

Αυτή ήταν η παραγωγική κατάσταση της χώρας πριν τα Μνημόνια και που οδήγησε στα Μνημόνια, αποτέλεσμα του αδήριτου γεγονότος ότι αντί να ασχοληθούμε ως κοινωνία και οικονομική πολιτική με την παραγωγή, δώσαμε προτεραιότητα στην κατανάλωση με δανεικά, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι το όποιο ενδογενές πρόβλημα της χώρας στην οικονομία –και όχι μόνο, αλλά και στην εθνική άμυνα και στην εξωτερική πολιτική– μπορεί να λυθεί χωρίς προσπάθεια και κόπο, αρκεί να τοποθετηθεί, όπως κατά κόρον λεγόταν, στα «ευρωπαϊκά του πλαίσια». Με μια κουβέντα, η χώρα καθηλωμένη και εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο τύπων κενολογίες, δύο τύπων διανοητικές διάρροιες, αυτές της ευρωλατρείας και της ευρωμαχίας, αρνήθηκε να ασχοληθεί η ίδια με την επίλυση χρόνιων παραγωγικών, διαρθρωτικών και θεσμικών προβλημάτων της. Μοιραία, κατέληξε να ασχολούνται με αυτά άλλοι και να της υποδεικνύουν το τι και το πώς.

Προκύπτει επομένως ότι, δυστυχώς, δεν αντιμετωπίζουμε στη χώρα μας μια τυπική ύφεση, ή μια ύφεση που προκλήθηκε από ανισορροπίες στο χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία. Αντιμετωπίζουμε, αντιθέτως, μια πολύ σοβαρότερη κατάσταση: τη διαρθρωτική κατάρρευση του παραγωγικού μας ιστού, κυριότερα του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», η άλλη όψη τής οποίας είναι η γιγάντωση του παρασιτισμού. Η κατάρρευση αυτή δεν προκλήθηκε τυχαία. Προετοιμαζόταν επί χρόνια. Τα Μνημόνια προετοιμάζονται επί χρόνια. Προετοιμάζονταν όταν η σχεδόν πτωχευμένη, από το 1973, ελληνική βιομηχανία, προσδέθηκε ακόμη περισσότερο στο άρμα τού ελληνικού κράτους, το οποίο, στα πλαίσια υποτιθέμενων φιλολαϊκών πολιτικών, μερίμνησε για να αποσυνδεθούν οι αμοιβές από την παραγωγικότητα. Προετοιμάζονταν όταν ακόμη και η γεωργία σταδιακά μετατρεπόταν και αυτή σε ένα εξάρτημα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού δημόσιου μέσω της ΚΑΠ. Προετοιμάζονταν όταν η επαγγελματική ένταξη στο ευρύτερο δημόσιο αναδεικνυόταν ως ιδανικό και διευκολυνόταν πολιτικά, με αποτέλεσμα οι αριθμοί των εκεί απασχολουμένων αλλά και οι σχετικές δαπάνες να αυξηθούν χωρίς καμία λογική. Με μια κουβέντα, προετοιμάζονταν από το γεγονός ότι το δικαίωμα στην πρόσοδο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, κατέστη πάνδημο.

Όταν, λοιπόν, η ισχνή παραγωγική βάση που είχε απομείνει δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, ούτε αρκούσε για τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους που επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει κάπου αλλού την τροφοδοσία του. Όταν εξαντλήθηκαν οι πρόσκαιρες «ανάσες» από την ύπαρξη κεντρικής εκδοτικής τράπεζας, τις κοινοτικές ενισχύσεις των δεκαετιών τού ΄80 και του ΄90 και το φθηνό εργατικό δυναμικό από τις ανατολικές χώρες στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και τις αρχές τού 2000, ήρθε η «ευλογία», που όμως κατέληξε κατάρα, του πάμφθηνου δανεισμού λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ. Όλα αυτά συνέπραξαν ώστε το δυσλειτουργικό μόρφωμα να συντηρηθεί στην ζωή για περισσότερο από τρείς δεκαετίες. Μέχρι το 2009, όταν χρεοκόπησε. Στο μεταξύ, όμως, είχε δημιουργηθεί, έχει δημιουργηθεί, ανήκεστος βλάβη στις προοπτικές τής οικονομίας. Και όλα αυτά, εν μέσω αυταπατών περί «ανάπτυξης», «σύγκλισης», «ισχυρής Ελλάδας», «θωρακισμένης οικονομίας». Εξ αιτίας των παρανοϊκών πολιτικών που ακολουθήθηκαν, η χώρα όχι μόνο δεν αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας στην ευρωζώνη αλλά οπισθοχώρησε, όχι μόνο δεν πλούτισε αλλά φτώχυνε. Όχι μόνο δεν συνέκλινε, αλλά απέκλινε από την ευρωζώνη. Όλα αυτά τα χρόνια βιώναμε ένα συλλογικό Βέρντιγκο: πιστεύαμε ότι ανεβαίναμε στους ουρανούς, ενώ πέφταμε στη θάλασσα.

Το μέγεθος τής διαρθρωτικής κατάρρευσης του οικονομικού ιστού τής χώρας, η συρρίκνωση της παραγωγικής της ικανότητας ιδιαιτέρως στον τομέα των διεθνών εμπορευσίμων, είναι αυτό που σήμερα καθορίζει το τι και πόσες θέσεις εργασίας μπορεί η οικονομία να υποστηρίξει, το τι μισθούς μπορεί να πληρώνει, το τι εισόδημα μπορεί να δημιουργεί και να αναδιανέμει. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν αντιληπτό πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκονται ισχυρισμοί περί σύντομης εξόδου από την κρίση.

Έχοντας εντοπίσει και αναλύσει τις βασικές παραμέτρους τού προβλήματος –πλην μίας στην οποία θα αναφερθώ στο τέλος– μπορούμε να θέσουμε το κρίσιμο ερώτημα: Θα μπορούσε η εξελισσόμενη κοινωνικο-οικονομική καταστροφή να αφυπνίσει την ελληνική κοινωνία από τον «δογματικό της λήθαργο»; Έχουμε την δυνατότητα ως κοινωνία να βγούμε από τον βάλτο, στον οποίο βρεθήκαμε με δική μας ευθύνη, και να μην γυρίσουμε ποτέ σ’ αυτόν; Πιστεύω πως ναι.

Τρεις είναι οι άξονες, νομίζω, πάνω στους οποίους πρέπει να κινηθούμε για να πετύχουμε αναστροφή της πορείας και έξοδό μας από την κρίση. Πρώτο, η στροφή προς την παραγωγή, η αύξηση της δυναμικότητας και του μεγέθους τού παραγωγικού τομέα τής οικονομίας μας και, ιδιαιτέρως, του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών. Δεύτερο, ο δίκαιος καταμερισμός των βαρών, η κοινωνική δικαιοσύνη. Τρίτο, η στήριξη των τμημάτων τού πληθυσμού που πλήττονται πιο βάναυσα από την οικονομική κατάρρευση, η κοινωνική αλληλεγγύη.

Προτάσσω τη στροφή προς την παραγωγή γιατί πολλοί, ένθεν κακείθεν, που κατά τα άλλα ομιλούν περί «παραγωγικής ανασυγκρότησης», ταυτόχρονα ισχυρίζονται και, μάλιστα, αγνοώντας πεισματικά κάθε αντικειμενικό γεγονός και παραχαράσσοντας την αλήθεια, ότι υπάρχει τρόπος διαφυγής από την κρίση μέσω μιας πολιτικής τόνωσης της ζήτησης. Ειλικρινά, πιστεύω ότι είτε ψεύδονται είτε δεν ξέρουν τι τους γίνεται –αμφότερα ομοίως καταστροφικά. Όπως θεμελιώσαμε προηγουμένως, δεν αντιμετωπίζουμε μια τυπική ύφεση που οφείλεται σε πτώση της ζήτησης αλλά, αντιθέτως, η πηγή της κρίσης βρίσκεται στην υπερσυσσώρευση παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους τής οικονομίας που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα και των οποίων η ανάπτυξη οφείλει να έπεται, όχι να προηγείται της μεγέθυνσης του παραγωγικού τομέα με την υψηλή μέση παραγωγικότητα. Να το πω σχηματικά. Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού, καταστημάτων υποδημάτων, καφετέριες και σουβλατζίδικα δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη.

Αν, λοιπόν, «έπεφταν λεφτά στην αγορά» γενικώς και αδιακρίτως, σαν «μάννα εξ ουρανού» με σκοπό την «ανάπτυξη», όπως κάποιοι, ένθεν κακείθεν, διατείνονται, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η διεύρυνση αυτού του τρόπου λειτουργίας τής οικονομίας, με τη χώρα να καταλήγει να μην παράγει τίποτε, να εισάγει τα πάντα, να πολλαπλασιάζει τα ελλείμματα και να εξακοντίζει το χρέος της στον ουρανό. Μια τέτοιου τύπου επεκτατική πολιτική, αντιγραφή των πολιτικών που μας οδήγησαν στην καταστροφή, δεν θα άφηνε λίθο επί λίθου, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας από την ξένη βοήθεια (εάν αυτή ήταν τότε διαθέσιμη). Όσοι την προτάσσουν, αγωνίζονται για την διατήρηση και ενδυνάμωση του παρασιτισμού, δημιουργώντας οι ίδιοι τις συνθήκες που αναιρούν την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Ό,τι και αν λένε, ένθεν κακείθεν, στην πραγματικότητα «δουλεύουν» για τα Μνημόνια.

Η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι μια «κρίση ζήτησης», είναι μια «κρίση προσφοράς». Οφείλεται στο σοβαρό, διαρθρωτικό πρόβλημα του παραγωγικού μας συστήματος που ήρθε στην επιφάνεια με οδυνηρό τρόπο, όταν έπαψε να υφίσταται το πέπλο που δημιουργούσε η πλημμύρα των δανείων και η συναφής υπερκατανάλωση. Συνεπώς, απαιτείται να κάνουμε όχι τα ίδια, αλλά τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι κάναμε τα προηγούμενα πολλά χρόνια, να στραφούμε στην παραγωγή και τις επενδύσεις, στις εξαγωγές παρά στις εισαγωγές.

Προς την κατεύθυνση αυτή, επιγραμματικά αναφέρω, ότι αποτελεί στρατηγική επιλογή η σύνδεση του κατώτατου μισθού με την παραγωγικότητα του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας. Όπως, επίσης, στρατηγικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η ενίσχυση των επιχειρήσεων στην απορρόφηση καινοτομικών τεχνολογικών παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία, καθώς τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εντοπίζονται κυρίως στο επίπεδο αυτό παρά στο ύψος των μισθών.

Με μια κουβέντα, οι διαθέσιμοι πόροι και οι έστω περιορισμένες τραπεζικές πιστώσεις θα πρέπει να κατευθύνονται όχι προς χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω των σχέσεών τους με το πολιτικό σύστημα απαιτούν και ενίοτε εκβιάζουν την τροφοδότησή τους με δανειακά κεφάλαια, αλλά προς την ενίσχυση δυναμικών, εξωστρεφών επιχειρήσεων, με την ταυτόχρονη απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές καλούνται να κινηθούν. Παράδειγμα, η απίστευτη γραφειοκρατία που αφορά στις εκτελωνιστικές διαδικασίες, στις οποίες εμπλέκονται 7 υπουργεία, 28 διαφορετικές υπηρεσίες και απαιτούνται μέχρι και 30 διαφορετικά πιστοποιητικά και εγκρίσεις, με τελικό αποτέλεσμα την επιβάρυνση του συνολικού κόστους των εξαγώγιμων προϊόντων κατά 15% επί της τελικής τους αξίας. Το κόστος του εκτελωνισμού από μόνο του υπολογίζεται ότι ξεπερνάει το 5% επί της αξίας τού εμπορεύματος, χωρίς να εκπίπτει, όπως συμβαίνει αλλού, ως δαπάνη από τη φορολόγηση της επιχείρησης.

Παράγοντας-κλειδί για την ανάπτυξη είναι η αύξηση των επενδύσεων. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν σήμερα στο 13% του ΑΕΠ, με τάση πτωτική, έναντι ενός ευρωπαϊκού μέσου όρου 20%. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων αντιστοιχεί σε 12 δισ. παραπάνω επενδύσεις ετησίως που χρειάζονται να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη τής χώρας. Τρείς είναι οι τομείς που, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.

Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων που είναι εφικτή ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ, ασφαλώς απαιτεί όχι μόνο ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, ένα σταθερό πλαίσιο φορολογικών κανόνων αλλά, ειδικά στην περίπτωσή μας, μια δραστική απλοποίηση των κανόνων αυτών. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι διάφοροι νόμοι για την φορολογία είναι 110.000 σελίδες, ενώ ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων περιλαμβάνει 323 διαφορετικά παραστατικά και βιβλία.

Προϋπόθεση, για την σταθεροποίηση της οικονομίας, την έξοδο από τη κρίση και την επαναδρομολόγηση μιας αναπτυξιακής πορείας είναι να εξελίσσεται με τρόπο κοινωνικά δίκαιο και αλληλέγγυο. Η ίδια η κρίση είναι μια κατάσταση αδικίας. Είναι αδικία να καταστρέφει η γενιά των γονέων το βιοτικό μέλλον των παιδιών της. Είναι αδικία η στέρηση του δικαιώματος της ελεύθερης εργασίας για τους νέους, λόγω της ύπαρξης των μεσαιωνικής καταγωγής «κλειστών επαγγελμάτων». Είναι αδικία η φορολογία να αφορά μόνο τους μισθωτούς και τους παραγωγικούς επιχειρηματίες, προς όφελος των γνωστών παρασιτικών στρωμάτων που ειδικεύονται στη φοροδιαφυγή. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα ανέρχεται στο 70% των φορολογικών εσόδων, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι μόλις 12%. Από πρόσφατη μελέτη προκύπτει ότι στη χώρα μας το 8% των φορολογουμένων πληρώνουν το 70% των φόρων εισοδήματος. Ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που αποτελούν το 64% των φορολογουμένων πληρώνουν το 78% των φόρων. Ότι στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες οι 8 δηλώνουν ετήσια εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ και οι 6 κάτω των 5.000 ευρώ. Δεν στερούμαστε των τεχνικού τύπου προϋποθέσεων για τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, αλλά τη πολιτική βούληση. Είναι πράγματι ντροπή για όσους κατά καιρούς κλήθηκαν να διαχειριστούν την κρίση, το γεγονός ότι η πίεση για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής έρχεται από το εξωτερικό, αντί να αποτελεί εθνική προτεραιότητα.

Η μεγαλύτερη, βέβαια, αδικία είναι η βαρβαρότητα της ανεργίας, όταν μάλιστα την επωμίζονται κατ’ εξοχήν οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι δεν είχαν συμμετοχή στις εξαλλοσύνες των παρασιτικών ομάδων περί και εντός του κράτους, που προκάλεσαν την κρίση. Δεν μπορεί να μιλάμε για έξοδο από την κρίση με ποσοστά ανεργίας στο 27% και με την απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας μας που αυτό συνεπάγεται. Για το κρίσιμο αυτό θέμα θα μιλήσει αναλυτικότερα ο τρίτος ομιλητής, ο κ. Ιωάννου.

Κυρίες και Κύριοι,

Προσπάθησα σε ό,τι προηγήθηκε να περιγράψω με αδρές γραμμές τόσο την πηγή τής οικονομικής κατάρρευσης που βιώνουμε όσο και τρόπους ανόρθωσης της οικονομίας μας.

Είναι αλήθεια ότι η «οικονομική κατάρρευση» δεν είναι μια απλή έκφραση. Κρύβει πίσω της πόνο, δυστυχία και ανασφάλεια, ενώ ένα αίσθημα ταπείνωσης διαπερνά τη χώρα απ’ άκρου σε άκρο. Όμως, η απάντησή μας σε αυτήν την πραγματικότητα, ο δρόμος για την εθνική μας ανασυγκρότηση και την ανάκτηση της κυριαρχίας μας δεν μπορεί να είναι ο δρόμος που υποδεικνύουν ούτε οι μαυροφορούσες μοιρολογίστρες που κλαίνε στα τηλεπαράθυρα, ούτε οι δημαγωγοί πολιτικοί ή δημοσιογράφοι –πολλές φορές περισσότερο προπαγανδιστές παρά δημοσιογράφοι–, οι οποίοι ξιφουλκούν μετά υποκριτικής μανίας εναντίον των σχεδιαστών, υποτίθεται, του κακού που μας έχει βρει, ακριβώς για να κρύψουν τις δικές τους απαράγραπτες ευθύνες.

Τίποτε δεν εμπνέει περισσότερο τους ανθρώπους από την αλήθεια. Τίποτε δεν μπορεί να εμπνεύσει και να ενδυναμώσει περισσότερο τον λαό μας, για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που βρίσκονται μπροστά μας, από την ειλικρίνεια.

Το κλειδί τής εξόδου από την κρίση βρίσκεται στο εσωτερικό τής χώρας. Η χώρα πρέπει να μάθει να σκέφτεται με το δικό της μυαλό, όχι με το μυαλό άλλων. Για να ξαναπάρουμε τη χώρα στα χέρια μας πρέπει να έχουμε τη διανοητική διαύγεια και την ψυχική δύναμη να δούμε την αλήθεια στα μάτια, να έχουμε επίγνωση των λαθών που μας οδήγησαν σε αυτή τη δεινή θέση, ώστε να μην τα επαναλάβουμε. Να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε και να είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που χρειάζεται για να φτάσουμε εκεί. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας. Γιατί σε μια κοινωνία βαθειά ρηγματωμένη, όπου εξαερώνονται βεβαιότητες, τρόποι ζωής και εργασίας, όπου το κοινωνικό συμβόλαιο που τη συνείχε διαλύεται γιατί ήταν χτισμένο πάνω στην άμμο, σε μια τέτοια κοινωνία όταν το πολιτικό σύστημα είναι αναξιόπιστο, συχνά αποκρουστικό, και αδυνατεί να της προσφέρει σχέδιο και όραμα, τότε οι μόνες δυνάμεις που την κινούν είναι η απόγνωση και η τυφλή οργή με αποτελέσματα απρόβλεπτα και αυτοκαταστροφικά.

Στην πιο κρίσιμη στιγμή τής μεταπολεμικής της ιστορίας, η Ελλάδα στερείται του πιο σημαντικού πόρου ενός κράτους. Στερείται πολιτικών ηγεσιών, αλλά πολύ φοβούμαι και πνευματικών ηγεσιών. Συνηθισμένο στη ραστώνη, πολιτική και πνευματική, που του δημιουργούσαν τα δανεικά, οι ψευτιές, οι κομματικοί στρατοί που στρατοπεδεύουν στο ευρύτερο δημόσιο και οι παραισθήσεις ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να συνεχίζεται για πάντα, το πολιτικό σύστημα αποκάλυψε τις ανεπάρκειές του όταν κλήθηκε να κάνει αυτό που ανέκαθεν όφειλε: δηλαδή να κάνει τη δουλειά του, που είναι να μελετά, να αξιολογεί, να αποφασίζει και να αναλαμβάνει το κόστος των επιλογών του με την ίδια επιμέλεια και θάρρος τόσο στα εύκολα όσο και στα δύσκολα.

Ακόμη και σήμερα, το παλιό σε όλες του τις εκδοχές αγωνίζεται για τη διάσωση και την αναπαραγωγή του. Οι μεν, ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι υπάρχει έξοδος από την κρίση εφαρμόζοντας τις αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος, υποσχόμενοι τα πάντα στους πάντες. Οι δε, προσποιούμενοι ότι εφαρμόζουν πολιτική αναδιάρθρωσης της οικονομίας, ενώ κάνουν ελάχιστα, διαφημίζοντας φανταστικές «εξόδους από το τούνελ» και παρουσιάζοντας ελλείμματα ως πλεονάσματα. Πρώτιστο μέλημα αμφοτέρων, η διατήρηση και προστασία των κομματικών τους στρατών που στρατοπεδεύουν στις ΔΕΚΟ και στους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς του Δημοσίου των οποίων η διοίκηση εξακολουθεί να προσφέρεται σε αποτυχημένους πολιτευτές. Αμφότεροι, διαφημίζουν ως λύση τού προβλήματος την απαλλαγή της χώρας από τα Μνημόνια, οι μεν «αύριο» οι δε «σύντομα». Με θολωμένο το μυαλό από τις «αβαρίες» των τελευταίων ετών, ονειρεύονται ότι η αποπομπή της τρισκατάρατης τρόικας θα λύσει τα χέρια των (όποιων) κυβερνώντων, ώστε να ξαναγυρίσουν στις «παλιές συνήθειες», ώστε να ξανάρθουν οι «ωραίες ημέρες». Φυσικά βαυκαλίζονται και ζουν με παραισθήσεις: οι «ωραίες ημέρες» έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι στην προσπάθεια πολιτικής τους επιβίωσης, και επειδή αδυνατούν να δώσουν έναν ορίζοντα προοπτικής, απαντούν με μια απελπισμένη επιστροφή στο παρελθόν, ένα είδος φονταμενταλισμού, δημιουργώντας συνθήκες διχασμού μέσα στο λαό μας.

Όμως, αυτό που οι συνθήκες σήμερα απαιτούν είναι την επιστροφή τής Πολιτικής, της Πολιτικής ως σχέδιο και ως όραμα, στο θρόνο της, με την ταυτόχρονη εκδίωξη από εκεί του λαϊκισμού και της προπαγάνδας που τον έχουν από κοινού καταλάβει. Απαιτούν την μέγιστη δυνατή ενότητα, την μέγιστη εθνική μας συνεννόηση, τις δικές μας παραγωγικές συμμαχίες, το δικό μας εσωτερικό μνημόνιο αντιμετώπισης και εξόδου από την κρίση, με στήριγμα την αλήθεια, την αυτογνωσία και την αγάπη για την πατρίδα. Όχι τον διχασμό. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Γιατί φωτιά για ένα χρόνο σημαίνει στάχτες για τριάντα.

Οι νόμοι της Ιστορίας είναι αδήριτοι. Όταν κλείνει ένας ιστορικός κύκλος, οι πρωταγωνιστές του δεν μπορεί να είναι και πρωταγωνιστές τού νέου ιστορικού κύκλου –ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ο κύκλος που κλείνει, κλείνει μέσα σε ερείπια. Ο νέος ιστορικός κύκλος που ανοίγει, θα γεννήσει τους δικούς του αυθεντικούς εκφραστές, όχι την ανακύκλωση του παλιού. Αυτά μας διδάσκει η Ιστορία και η πολιτική κοινωνιολογία.

Η μόνη υπηρεσία, επομένως, που μπορεί να προσφέρει το παλιό στο έθνος είναι να αντιληφθεί τους νόμους τής Ιστορίας, να αποσυρθεί και να διευκολύνει τη γέννηση του νέου. Ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν η συγκρότηση και η στήριξη μιας κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης και εθνικού σκοπού με πρόσωπα που δεν σχετίζονται με το χτες. Θέλουν; Μπορούν; Αν ναι, ίσως έτσι μπορέσουν να σώσουν και τις ψυχές τους.

Ούτως ή άλλως, μόνο αφελείς μπορούν να πιστεύουν ότι η οικονομική κατάρρευση, που είναι και κατάρρευση της μεταπολίτευσης, είναι δυνατόν να αφήσει ανέπαφο το πολιτικό σύστημα που τη δημιούργησε σε όλες τις εκφράσεις και μεταμορφισμούς του.

Στην μήτρα της κοινωνίας μας συντελούνται σήμερα διεργασίες ιστορικών διαστάσεων. Το νέο ετοιμάζεται να γεννηθεί. Με περισσότερες ή λιγότερες οδύνες, θα γεννηθεί. Μαίες του θα είναι η Ιστορία, η Αλήθεια, ο Λαός και η Δημοκρατία.

Σας ευχαριστώ.

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.