«Εμπαιγμός Δεκαετιών ο Βόρειος Οδικός Άξονας της Κρήτης»

Link “Κρητικά Επίκαιρα”

Κύριε Καθηγητά ακούγονται πολύ καλά λόγια για τη θητεία σας ως Πρύτανη στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποιος πιστεύετε πρέπει να είναι ο ρόλος των πανεπιστημίων σήμερα στη χώρα μας και πώς θα μπορούσαν αυτά να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας και την υπέρβαση της κρίσης που βιώνουμε;

Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και για την ευκαιρία που μου δίνετε να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες σας. Ειδικά, ως Ηπειρώτης, χαίρομαι ιδιαίτερα που επικοινωνώ με Κρητικούς. Είναι γνωστό ότι από την εποχή του εθνάρχη Βενιζέλου και των βαλκανικών πολέμων, οι δεσμοί μεταξύ Ηπειρωτών και Κρητικών είναι πολύ στενοί.

Επί πρυτανείας μου, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η πρώην ΑΣΟΕΕ, υιοθέτησε τέσσερις αξιακούς πυλώνες, που συμπυκνώνουν όχι μόνο το διαχρονικό όραμα του Ιδρύματος, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο πορευτήκαμε επί πρυτανείας μου: Αριστεία, Καινοτομία, Εξωστρέφεια, Κοινωνική Προσφορά. Δείχνουν έναν δρόμο που, νομίζω, πρέπει να ακολουθήσει η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας.

Η βασική ιδέα είναι ότι η αποστολή των πανεπιστημίων δεν εξαντλείται στην εκπαίδευση των φοιτητών και στη δημιουργία νέας επιστημονικής γνώσης. Επεκτείνεται στη συμβολή την οποία οφείλουν να έχουν στην ανάπτυξη της χώρας, μέσω της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας και της καινοτομίας και της υποστήριξής τους στην ανάπτυξη μιας δυναμικής και κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας. Τα πανεπιστήμια οφείλουν να συμβάλλουν στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τής παραγωγής, στη δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και πλούτου. Να εφοδιάζουν τους νέους μας όχι μόνο με γνώσεις και δεξιότητες, αλλά και με τη φιλοσοφία της δημιουργικότητας ως του αποφασιστικού παράγοντα προόδου σε ατομικό και εθνικό επίπεδο.

Χρειαζόμαστε σήμερα όσο ποτέ άλλοτε πανεπιστήμια εξωστρεφή, δεμένα με την κοινωνία και την οικονομία –ιδιαιτέρως δε αυτήν των περιφερειών στις οποίες λειτουργούν, συμβάλλοντας στην ανάπτυξή τους. Τα προβλήματα των περιφερειών τους να είναι και δικά τους προβλήματα, η επίλυσή τους δική τους μέριμνα. Πανεπιστήμια, επιπλέον, ανοιχτά σε φοιτητές από άλλες χώρες, ειδικότερα δε της ευρύτερης περιοχής μας, μετατρέποντας τη χώρα μας σε χώρα εισαγωγής από χώρα εξαγωγής φοιτητών.

Με μια κουβέντα. Χρειαζόμαστε πανεπιστήμια που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της χώρας μας και των πολιτών της.

Πρόσφατα κάνατε μαζί με άλλους πρυτάνεις πανεπιστημίων ένα ταξίδι στο Ισραήλ, όπου είδατε από κοντά τοπικά πανεπιστήμια. Τι ιδιαίτερο είδατε λοιπόν εκεί;

Το Ισραήλ, μέσα από μια συστηματική πορεία ετών, έχει συνδέσει με τρόπο πολύ αποτελεσματικό και παραγωγικό τα πανεπιστήμιά του και την έρευνα που αυτά διεξάγουν με την επιχειρηματικότητα. Καινοτομίες που αναπτύσσονται στα πανεπιστημιακά εργαστήρια βρίσκουν το δρόμο τους στην παραγωγή. Μάλιστα, η εφαρμοσμένη έρευνα που διεξάγεται είναι σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούμενη από τις πραγματικές ανάγκες και τα προβλήματα της χώρας. Η συντριπτική πλειοψηφία των νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups) δημιουργείται στα πανεπιστήμια, αρκετές δε απ’ αυτές έχουν μετατραπεί σε επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας.

Ας το πούμε διαφορετικά. Το ότι το Ισραήλ, μια χώρα με πληθυσμό ανάλογο του δικού μας, κατάφερε να καταστεί μια από τις πρωτοπόρες δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο σε θέματα τεχνολογίας δεν είναι κάτι που συνέβη τυχαία. Οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων αλλά, βεβαίως, και σε ένα γενικότερο πνεύμα το οποίο διαπερνά τη χώρα και τους θεσμούς της και που ενθαρρύνει και επιβραβεύει την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.

Έχουμε να διδαχτούμε πολλά από το Ισραήλ και τις καλές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί στα πανεπιστήμιά του.

Το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι πρωτοπόρο στην έρευνα στον Ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, τι μας κάνει να απέχουμε συνολικά ως χώρα από το ισραηλινό μοντέλο που μας περιγράψατε προηγουμένως;

Το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι συνολικά πράγματι ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας μας, σε μερικά δε από τα αντικείμενα που θεραπεύει πρωτοπορεί. Γενικότερα, η χώρα διαθέτει πανεπιστημιακά τμήματα και προγράμματα σπουδών που είναι πολύ καλά –αυτό αποδεικνύεται και από την επαγγελματική πρόοδο και αναγνώριση που απολαμβάνουν οι απόφοιτοί μας στο εξωτερικό– και τα οποία μπορούν να γίνουν πολύ καλύτερα. Όπως, επίσης, διαθέτει τμήματα και προγράμματα σπουδών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ διάσπαρτα ανά την επικράτεια που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, καθώς δημιουργήθηκαν και λειτουργούν όχι με βάση τις ανάγκες της οικονομίας και των νέων μας, αλλά για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, ως μέρος του πελατειακού κράτους.

Υπάρχουν πολλά που μας κρατούν μακριά από το ισραηλινό μοντέλο ή και από αυτό άλλων χωρών στην παρέα των οποίων, ωστόσο, επιθυμούμε να ανήκουμε: αυτοί, σε αντίθεση με εμάς, αναπτύσσουν τη σύνδεση πανεπιστημίων και επιχειρήσεων σταθερά από τη δεκαετία του ΄50, οι υποστηρικτικές δομές που έχουν δημιουργήσει έχουν φτάσει σε επίπεδο ωριμότητας, διαχειριστικά ζητήματα στρατηγικής όμως σημασίας, όπως τα δικαιώματα ευρεσιτεχνιών στα πανεπιστήμια, έχουν προ πολλού επιλυθεί, και πολλά άλλα.

Εάν, όμως, έπρεπε να συμπυκνώσω σε μία φράση τι μας κρατά μακριά, θα έλεγα ότι είναι το «κινούν πνεύμα». Ένα πνεύμα εξωστρέφειας, καινοτομίας και δημιουργικότητας που θα ενθάρρυνε και θα ενίσχυε τη συνεργασία πανεπιστημίων με επιχειρήσεις και οργανισμούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας προς αμοιβαίο όφελος, που θα ωθούσε τους νέους μας να εντοπίζουν ευκαιρίες, να σκέφτονται καινοτόμες λύσεις για υπαρκτά προβλήματα και ανάγκες, να αναπτύσσουν βιώσιμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Αυτό το «πνεύμα» είναι πολύ ασθενές στην Ελλάδα. Αντίθετα, κυριαρχεί το πνεύμα της εσωστρέφειας, της εχθρότητας προς την επιχειρηματικότητα, το πνεύμα των γραφειοκρατικών συνεχών νομοθετήσεων, νόμων-πλαισίων και εγκυκλίων που τα «λύνουν» όλα σε σελίδες επί σελίδων χαρτιού, χωρίς να λύνουν τίποτε και χωρίς να προσφέρουν τίποτε.

Όπως προείπα, θα πρέπει να ξαναδούμε ως κοινωνία το ρόλο των πανεπιστημίων συνολικά. Χρειαζόμαστε πανεπιστήμια που να «κουμπώνουν» με τις ανάγκες της χώρας. Απελευθερωμένα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και την αποπνικτική γραφειοκρατία του –γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε δημόσια πανεπιστήμια, όπως π.χ. έχει η Βρετανία, αλλά κρατικά πανεπιστήμια, παραρτήματα του Υπουργείου Παιδείας. Χρειαζόμαστε πανεπιστήμια που θα αξιολογούνται και χρηματοδοτούνται στη βάση της εκπλήρωσης ή όχι των στοχεύσεων στις οποίες προαναφέρθηκα και που θα αφεθούν απερίσπαστα στην επιδίωξη των στόχων αυτών. Πανεπιστήμια ενταγμένα σε ένα εθνικό σχέδιο γα την οικονομική και πνευματική ανόρθωση της χώρας, για την πρόοδό της.

Το νησί μας, η Κρήτη, είχε πρόσφατα δυναμική παρουσία σε κινητοποιήσεις έναντι του νέου ασφαλιστικού και φορολογικού νομοσχεδίου. Ποια πιστεύετε πως είναι τα κυριότερα προβλήματα του αγροτικού κόσμου σήμερα και πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί ο πρωτογενής τομέας στην Κρήτη αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα;

Ξεκινώ λέγοντας ότι στην Ελλάδα η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις δεν είναι πάντοτε καλός οιωνός. Και το λέω αυτό εν πλήρει συνειδήσει, για τον εξής λόγο. Μέχρι τουλάχιστον την πρόσφατη φορολογική και ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ο αγροτικός τομέας, σε σχέση με τους άλλους τομείς της οικονομίας μας, είχε υποστεί ίσως τις λιγότερες επιπτώσεις από την κρίση χρεοκοπίας που πλήττει την ελληνική οικονομία. Εν τούτοις, κανείς δε θεωρεί ότι με τα σημερινά δεδομένα η γεωργία θα μπορούσε να συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση. Γιατί αυτό; Γιατί –λυπάμαι πολύ που το λέω– στον αγροτικό κόσμο, ναι μεν εισήχθη από το κομματικό πελατειακό σύστημα, έγινε όμως ασμένως αποδεκτή και κυριάρχησε η απίστευτη νοοτροπία τού «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Μια νοοτροπία που δεν είναι ούτε τιμητική για τον ελληνικό αγροτικό κόσμο, ούτε ελπιδοφόρα για το μέλλον, εάν συνεχίσει να επικρατεί. Ο αγρότης πρέπει να είναι ασφαλής και ασφαλισμένος, αλλά δεν μπορεί να είναι δημόσιος υπάλληλος! Ούτε υπάλληλος εξωεθνικών οργανισμών! Δεν πρέπει να είναι και δε θα πρέπει να θέλει να είναι! Είναι ευτύχημα για την Κρήτη ότι, έστω και αν δεν παρέμεινε αλώβητη από την νοοτροπία αυτή, τουλάχιστον έχει μολυνθεί σε πολύ μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι άλλες περιοχές. Σε αυτό, ίσως έχουν συμβάλει από τη μια ιστορικοί λόγοι και, από την άλλη, το μικροκλίμα και οι γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής.

Ένα βασικό ζητούμενο για τη γεωργία μας είναι η αναβάθμιση της παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας. Για παράδειγμα, στην Κρήτη η γεωργία συμβάλλει στη δημιουργία περίπου του 9% του ΑΕΠ της Περιφέρειας, ενώ απασχολεί το 19,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η βελτίωση στην παραγωγικότητα, πρέπει να συνδυασθεί με βελτιώσεις στην εμπορία, συντήρηση, συσκευασία, μεταφορά στον τελικό καταναλωτή εγχωρίως και στο εξωτερικό, καθώς επίσης και με την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση στη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων μας. Στο θέμα της εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων παραγωγής και μάρκετινγκ και, γενικότερα, της αναβάθμισης της αγροτικής μας παραγωγής, η σύνδεση με τοπικά ερευνητικά κέντρα είναι απαραίτητη –κάτι που μας ξαναφέρνει στην προηγούμενη συζήτησή μας περί πανεπιστημίων και του ρόλου τους.

Το γεγονός, πάντως, είναι ότι η ελληνική γεωργία δεν έχει μέλλον με την σημερινή λογική που κυριαρχεί στον αγροτικό κόσμο. Σε ένα βαθμό, είναι ευθύνη του κράτους να βοηθήσει τον αγροτικό κόσμο να εκσυγχρονισθεί και να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς, εκμεταλλευόμενος τις καταπληκτικές ευκαιρίες που πλέον αυτή προσφέρει και αξιοποιώντας παράλληλα τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της ελληνικής γης και του ελληνικού κλίματος. Όμως, το κύριο και καθοριστικό που πρέπει να κατανοήσουμε και να μη ξεχνούμε ποτέ είναι ότι η ποιοτική αναβάθμιση της ελληνικής γεωργίας, η οποία θα φέρει την ευημερία στην ελληνική περιφέρεια, είναι ευθύνη και καθήκον του ίδιου του αγροτικού κόσμου. Θα προκύψει από τη δική μας εργασία και δημιουργικότητα και όχι μέσω της προσκόλλησης στα προγράμματα της ΕΕ. Μετά από τόσα δισεκατομμύρια επιδοτήσεων και ενισχύσεων από την ΕΕ, είναι απαράδεκτο και αδικαιολόγητο για τον αγροτικό κόσμο να εμφανίζεται με την λογική του «ορφανού στα ξένα χέρια», και να παραπονείται και να κλαίγεται γιατί το μέλλον τού φαίνεται αδιέξοδο! Οι διαφόρων τύπων και χρωμάτων λαϊκιστές που τον ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση «συμπαραστεκόμενοι και κλαίοντες» καμία υπηρεσία δεν του προσφέρουν. Αντιθέτως, τον ωθούν προς την εξαφάνιση.

Πρέπει να συνομιλήσουμε με ειλικρίνεια με τον αγροτικό κόσμο για να μπορέσει να αντιληφθεί τόσο τους κινδύνους όσο και τις ευκαιρίες που υπάρχουν, αλλά και για να κατανοήσει και να παραδεχθεί τα μέχρι σήμερα σφάλματά του. Εκείνο που μου δίνει ελπίδα, πάντως, είναι οι νέοι αγρότες που φαίνονται ότι διακατέχονται από μία διαφορετική νοοτροπία, πολύ πιο δυναμική, αυτόνομη από τον κρατισμό και φιλόδοξη από τις προηγούμενες γενιές.

Εκτός από την πρωτογενή παραγωγή ποια άλλα στοιχεία θα μπορούσαν νομίζετε να αποτελούν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε έναν μεσογειακό τόπο όπως ο δικός μας, ώστε να δώσουν ώθηση στην πολυπόθητη ανάπτυξη;

Το μυστικό της ανάπτυξης είναι η ενσωματωμένη στα προϊόντα και στις υπηρεσίες ευφυΐα. Όποιος το πετυχαίνει αυτό καλύτερα, πετυχαίνει και την μεγαλύτερη πρόοδο. Με αυτήν την λογική δεν ξέρω καν αν ισχύει πλέον η διάκριση σε πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Σημασία έχει να δημιουργείς προστιθέμενη αξία, η οποία να απαντά σε υπαρκτές ανάγκες, και αυτό για να γίνει απαιτεί διανοητική, δημιουργική προσπάθεια.

Θα πρέπει, βέβαια, και η πολιτεία να συνδράμει σε αυτό που της αντιστοιχεί, ώστε να έχουμε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Να βελτιωθούν οι υποδομές και να δημιουργηθούν νέες. Είναι ανεπίτρεπτο ο περιβόητος «βόρειος άξονας» της Κρήτης να παραμένει στην κατάσταση που είναι –πρόκειται περί εμπαιγμού δεκαετιών. Επίσης, γνώμη μου είναι ότι απαιτείται ένα ακόμη εμπορικό λιμάνι στη νότια πλευρά του νησιού, που θα «βλέπει» τα βόρεια παράλια της Αφρικής και που θα αποτελεί το φυσικό κρίκο που θα συνδέει τις εμπορικές ροές Βόρειας Αφρικής-Σουέζ με την Ευρώπη. Πέραν των οργανικών δεσμών που πρέπει να αναπτυχθούν μεταξύ των φορέων της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας, απαιτείται η επέκταση στη χρήση των νέων τεχνολογιών, η εξάλειψη των μικρών και μεγάλων εμποδίων που πνίγουν την επιχειρηματικότητα και που με την πτώχευση έγιναν περισσότερα και μεγαλύτερα (φόροι, επιβαρύνσεις, γραφειοκρατία κλπ) και η κινητοποίηση των διοικητικών και επαγγελματικών θεσμών ώστε να γίνουν πιο φιλικοί και εξυπηρετικοί για το νέο επιχειρηματία, το γεωργό, τον επαγγελματία.

Μία οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται αξιοποιώντας ό,τι πλεονέκτημα διαθέτει, και η Κρήτη είναι ένας ευλογημένος τόπος από την άποψη αυτή. Από τις βιολογικές καλλιέργειες ως τον οικοτουρισμό, και από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως την ιατρική τεχνολογία υπάρχει τεράστιο δυναμικό ανάπτυξης σε κάθε τομέα και σε κάθε κλάδο. Σημασία έχει το δυναμικό αυτό να γίνει αντικείμενο αξιοποίησης. Αντί να μεμψιμοιρούμε, πρέπει να ενεργήσουμε και να δραστηριοποιηθούμε για την βελτίωση της ζωής μας και της μοίρας μας.

Λέτε σε κείμενά σας ότι το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι η παραγωγικότητα και όχι η λιτότητα. Εξηγείστε μας με λίγα λόγια παρακαλώ, γιατί εμείς έχουμε συνηθίσει να ακούμε το αντίθετο τα τελευταία χρόνια.

Θα ήταν πολύ χρήσιμο και εποικοδομητικό, νομίζω, οι πολίτες να βομβάρδιζαν με ερωτήσεις κάθε έναν που λέει αυτά τα περί «λιτότητας», ζητώντας του να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί. Εμένα πάντως δεν μου έχει εξηγήσει ποτέ κανείς! Έχουμε λιτότητα τώρα; Αφού ακόμη δανειζόμαστε για να πληρώσουμε τους τόκους των δανεικών που είχαμε πάρει πριν τη χρεοκοπία και τα μνημόνια! Αυτό είναι «λιτότητα»; Αφού, ακόμη και αν δεν είχαμε καθόλου χρέος και δεν χρειαζόταν να πληρώνουμε ούτε ένα ευρώ σε τόκους πάλι θα χρειαζόταν να δανειστούμε, καθώς οι πρωτογενείς μας δαπάνες (δαπάνες πλην τόκων) υπολείπονται των εσόδων μας. Είναι αυτό «λιτότητα»; Και αν ναι, ποιο είναι ακριβώς το αντίθετό της;

Δυστυχώς, αυτά τα περί λιτότητας είναι ό,τι πιο παράλογο έχει πιστέψει η ελληνική κοινωνία από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους. Χρεοκοπήσαμε και κοντέψαμε να καταστραφούμε γιατί δανειζόμασταν άμετρα για να καταναλώνουμε αχαλίνωτα, και μόλις φθάσαμε στο σημείο που αυτό δεν μπορούσε να συνεχισθεί άρχισαν κάποιοι να φωνάζουν για «λιτότητα»! Λες και δεν είχε συμβεί τίποτε προηγουμένως στην Ελλάδα, σαν να μην υπήρξε ποτέ χρεοκοπία και κατάρρευση! Και χωρίς βέβαια να μας εξηγούν όλοι αυτοί, οι γαλαντόμοι και ανοιχτοχέρηδες, πώς θα γινόταν να βρούμε και άλλα δανεικά για να μην έχουμε «λιτότητα», αλλά και τι ακριβώς πολιτική θα ακολουθούσαν. Ούτε βέβαια μας λένε και πώς συνδέεται αυτή η καταγγελία της «λιτότητας» με το παράλληλο αίτημα να μειωθεί το χρέος μας! Έχετε ακούσει εσείς ποτέ κανέναν στην πραγματική ζωή να χρωστάει πολλά, που δεν μπορεί να ξεπληρώσει, να ζητάει να του χαρίσουν το χρέος, αλλά την ίδια στιγμή να ζητάει και άλλα δανεικά γιατί με αυτά που έχει δεν μπορεί να περάσει καλά και δυσκολεύεται; Αυτά τα τρελά πράγματα λέει η άποψη που μου αναφέρατε, δυστυχώς όμως έχει πέραση σε ένα μέρος της κοινής γνώμης.

Η χρεοκοπία οφείλεται στο ότι παράγουμε λιγότερα απ’ όσα καταναλώνουμε και στο ότι τα δάνεια που πήραμε στο παρελθόν δεν τα κάναμε παραγωγικές επενδύσεις, που θα μας έδιναν εισόδημα με το οποίο και θα εξυπηρετούσαμε τα χρέη μας και θα ευημερούσαμε μακροχρονίως, αλλά τα κάναμε κατανάλωση που δεν σου δίνει κανένα εισόδημα. Αυτή είναι η έννοια της φράσης που χρησιμοποιώ, ότι δηλαδή το πρόβλημα σήμερα είναι πρόβλημα παραγωγής. Όπως συνηθίζω να λέω: δίπλα στο εθνικό μας μότο «ελευθερία ή θάνατος» θα πρέπει σήμερα να προσθέσουμε το μότο «παραγωγή ή θάνατος»! Έχεις 1.200.000, ή πολύ περισσότερους, άνεργους και δεν μπορείς να τους απασχολήσεις γιατί δεν έχεις παραγωγή. Στην προηγούμενη φάση οι άνθρωποι αυτοί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, απασχολούνταν, αμέσως ή εμμέσως, σε κλάδους που σχετίζονταν με την κατανάλωση και τους χρηματοδοτούσαν τα δανεικά. Κανένα έθνος, όμως, όπως και κανένας άνθρωπος, δεν μπορεί να ζει εσαεί με δανεικά. Αυτό είναι που κρύβουν από τον λαό οι δημαγωγοί και οι λαϊκιστές της θεωρίας της «λιτότητας», αποστρέφοντας την προσοχή του ελληνικού λαού από όσα πρέπει να αλλάξουν εντός της χώρας. Όμως, είναι στο εσωτερικό της χώρας που θα κριθεί η επιτυχία ή η αποτυχία μας να εξέλθουμε από το λαβύρινθο στον οποίο έχουμε, με κυρίως δική μας ευθύνη, εισέλθει.

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος των πανεπιστημιακών δασκάλων, όπως εσείς, στην προσπάθεια αυτή;

Ο ρόλος των πανεπιστημιακών δασκάλων, όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να είναι να πραγματοποιούν την επιστημονική τους έρευνα, ο καθένας στον τομέα του, και να διαθέτουν τα πορίσματά τους στην κοινωνία και στο έθνος συμβάλλοντας στην πρόοδό και ευημερία του λαού μας. Στις κοινωνικές επιστήμες και, κυρίως, τις οικονομικές, αυτό σημαίνει να εξηγούν στους πολίτες, αφού πρώτα τις κατανοήσουν οι ίδιοι, κάποιες στοιχειώδεις και βασικές αλήθειες, που οι ποικιλόχρωμες εκδοχές του λαϊκισμού με την συνδρομή πολιτευτών «πανεπιστημιακών τεχνοκρατών» απέκρυπταν τεχνηέντως τόσα χρόνια, ιδιαίτερα στο υπουργείο Οικονομικών. Αλήθειες για την πραγματική κατάσταση της χώρας, συνεισφέροντας έτσι στην ατομική και εθνική μας αυτογνωσία, που αποτελεί προϋπόθεση για την ανόρθωση της πατρίδας μας. Δεν είμαι βέβαιος, όμως, ότι το κάνουν αυτό όλοι οι συνάδελφοί μου. Γι αυτό, αν και όχι μόνο γι’ αυτό, θα σας πρότεινα την ανάγνωση και την μελέτη ενός βιβλίου το οποίο προλογίζω. Το «Ανατέμνοντας την Κρίση» (εκδόσεις Παπαζήση) του Δημήτρη Ιωάννου.

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.